Το στοίχημα της βιωματικής γραφής είναι ένα δύσκολο εγχείρημα όταν είσαι αποφασισμένος να μην ενδώσεις στο δέλεαρ μιας ναρκισσιστικής αγιογραφίας. Ο πόνος εξευγενίζει, εξανθρωπίζει, ανυψώνει, όμως όλα αυτά τα ηθικοπλαστικά ιδεώδη δεν είναι στις προθέσεις του συγγραφέα. Είναι σκληρός με τη σκληρή πραγματικότητα ενός αβοήθητου, σε κατάσταση στέρησης οργανισμού, ενός οργανισμού έκθετου σε έναν τρόμο. Τον τρόμο της ανάδυσης του «ψυχωτικού πυρήνα του εαυτού μας», ενός πυρήνα που καιροφυλακτεί, έτοιμος να κάνει αισθητή την παρουσία του και να εκραγεί σε ακραίες, απειλητικές για την ύπαρξη συνθήκες. Μια τέτοια ακραία συνθήκη έζησε ο συγγραφέας. Σε κατάσταση στέρησης και φαρμακευτικής καταστολής, διασωληνωμένος και καθηλωμένος στον στρεσογόνο θάλαμο της Εντατικής, παύεις να είσαι εσύ. Κάποιος ή κάτι άλλο έρχεται στη θέση σου. Θρυμματίζονται όλες οι πρότερες βεβαιότητες και μια άλλη αίσθηση της πραγματικότητας παίρνει το πάνω χέρι. Με αφοπλιστική αμεσότητα, με το αφιλόκερδο βλέμμα μιας αθωωτικής εγρήγορσης, ο Τζαβάρας σε αυτό το ταξίδι μεταμορφώνει τον αναγνώστη σε συνταξιδιώτη. «Πηγαίνω στην Κόλαση αλλά περίμενέ με, θα γυρίσω πίσω να αφηγηθώ το ταξίδι». Έτσι είναι σαν να λέει στον αναγνώστη κλείνοντάς του το μάτι. Με αυτή την έννοια τολμώ να πω ότι ήταν κάπου μοιραίο να καταφέρει να γυρίσει πίσω ο συγγραφέας. Από την πρώτη κιόλας στιγμή είχε μαζί με την Ελένη αποφασίσει τα της αφηγηματικής αποτύπωσης της περιπέτειάς του. Και τέτοιες γενναίες αποφάσεις δεν μπορεί παρά να σε αποζημιώνουν. Η φύση (ο Θεός, το πεπρωμένο ή η τύχη αν προτιμάτε) μοιάζει να είναι συνήθως γενναιόδωρη απέναντι σε τέτοιες επιλογές. Σε κάθε σελίδα συναντιέσαι με την αγωνία και το άρρητο αίτημα ενός πάσχοντος σώματος, ενός αβοήθητου οργανισμού να μη χάσει την ηθική υπόστασή του, να μην αφυδατωθεί η υποκειμενικότητά του, να μη μετατραπεί σε άβουλο αντικείμενο. «Είμαι κι εγώ Θεός, είμαι ήρωας, είμαι φιλόσοφος, είμαι δαίμονας και είμαι κόσμος, κάτι που συνιστά τον πιο περιφραστικό τρόπο για να πω ότι δεν υπάρχω». Αυτή την ιδιότυπη συνθήκη αθανασίας που περιγράφει ο Μπόρχες μοιάζει να έζησε και να αποτυπώνει στο έργο του ο Θ. Τζαβάρας. Διασωληνωμένος, κοιμώμενος, τελών εντούτοις σε μια ιδιάζουσα αφύπνιση, ο συγγραφέας αφήνεται ολόκληρος στο επινοείν, στο ανακαλύπτειν, που δεν είναι άλλο από το ενθυμείσθαι... Όμως η δύναμη του βιβλίου αυτού δεν εξαντλείται στην αυτοαναφορικότητά του. Είναι ταυτόχρονα και ένα συγκλονιστικό δοκίμιο για τη νόσο, τον θάνατο, τις σχέσεις αρρώστου-νοσηλευτή, την ψυχοσωματική προβληματική. Τη σημασία της παρουσίας των δικών σου ανθρώπων. Η αγωνία της γραφής, το μέλημα των λέξεων που κάνουν τα απόντα πράγματα ωσεί παρόντα, είναι εμφανής από την πρώτη μέχρι την τελευταία γραμμή. Η αρετή της ποιητικότητας, που δεν είναι προνόμιο της λογοτεχνικής γραφής, διατρέχει το κείμενο και μας θυμίζει μαζί με τον Τόμας Μαν ότι η αρρώστια είναι το μαγικό βουνό του ανθρώπου. Ένα βιβλίο δώρο στον κάθε άρρωστο. Δηλαδή στον καθένα μας. του Γιάννη Σταυρακάκη, efsyn.gr (26.01.2016) 'Θανάσης Τζαβάρας, 1939-25.01.2016' Εκτός από λύπη και θλίψη για την απώλεια ενός ξεχωριστού φίλου, ενός άξιου κλινικού και δασκάλου της ψυχανάλυσης, η είδηση για τον θάνατο του ψυχίατρου και ψυχαναλυτή Θανάση Τζαβάρα προκάλεσε πάνω απ’ όλα έκπληξη. Οχι μόνο γιατί ο Θανάσης ήταν ακόμα ακμαίος πνευματικά. Αλλά και γιατί είχε κατορθώσει, με τον σπάνιο και τολμηρό αναστοχασμό του πάνω στο ζήτημα του θανάτου –και μάλιστα όχι μόνο του θανάτου εν γένει, αλλά και του ίδιου του δικού του θανάτου–, να δημιουργήσει την εντύπωση ότι είχε γεφυρώσει το κατώφλι ανάμεσα στη ζωή και το επέκεινα. Και ότι, ως εκ τούτου, θα μπορούσε για πάντα να θρονιαστεί ανάμεσά τους, τρώγοντας και πίνοντας, κουβεντιάζοντας με φίλους και αφηγούμενος, όπως πάντα, τις πιο γοητευτικές ιστορίες. Γιατί ο Τζαβάρας, χωρίς αστεία, ενσάρκωσε με τον πιο σαφή και αμετακίνητο τρόπο το φροϋδικό παράδειγμα. Ως γνωστόν, ο Freud παραλαμβάνει το παλιό λατινικό γνωμικό «Si vis pacem, para bellum» («Αν θέλεις την ειρήνη, προετοιμάσου για τον πόλεμο») και το μετουσιώνει σε μια προσωπική ηθική προστακτική: «Si vis vitam, para mortem» («Αν θέλεις τη ζωή, προετοιμάσου για τον θάνατο). Πιστός στη θεωρητική επεξεργασία του, ο Freud θα αφήσει την τελευταία του πνοή στο Λονδίνο, το 1939, έχοντας συμφωνήσει με τον γιατρό του, Max Schur, την πραγματοποίηση ενεργού ευθανασίας. Ο Θανάσης Τζαβάρας, πιστός και ο ίδιος στο παραπάνω φροϋδικό ήθος, δεν θα αναδείξει απλώς στα κείμενά του τη στάση του Freud (από τους λίγους ψυχαναλυτές που το έχουν κάνει), ούτε και θα αρκεστεί να αντιμετωπίσει με τους ασθενείς του το φάσμα του θανάτου και τις προκλήσεις της ζωής – εκείνης που φεύγει και εκείνης που έρχεται στον κόσμο και καλείται να πορευτεί εντός του. Οταν θα βιώσει και ο ίδιος μια σοβαρή περιπέτεια υγείας, που θα τον φέρει στο χείλος του θανάτου, θα βρει το κουράγιο και το θάρρος να εξιστορήσει την ψυχο-σωματική αλλά και ψυχο-κοινωνική πορεία από τη μεταφορά στο νοσοκομείο και την τρίμηνη παραμονή στη μονάδα εντατικής θεραπείας του Ευαγγελισμού πίσω στον κόσμο, αλλά με μια σοφία παραπάνω, ικανή να εμφυσήσει στους γύρω του την ωριμότητα της φροϋδικής στάσης, την οριακή υπέρβαση του φόβου και την αναστοχαστική αποδοχή της έλλειψης στην πιο ριζική της εκδοχή. Ολα αυτά θα αποτυπωθούν και σε ένα βιβλίο του (Ταξίδι από τα Κύθηρα), ...