Ο σοβινισμός είναι αντιχριστιανικός (Ευάγγ. Θεοδώρου, «Εκκλησία και Πατρίς», Ορθόδοξος Επιστασία, Ιαν. 1979, σ.σ. 6, 12-13). Ανάμεσα στα καθήκοντα των Χριστιανών πολιτών προς την Πολιτεία είναι, σύμφωνα με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, να βοηθήσουν τους κακούς πολίτες να διορθώσουν τα σφάλματά τους. Οι Απόστολοι Παύλος και Πέτρος ορίζουν την υπακοή στους πολιτικούς άρχοντες και την πολιτική εξουσία για χάρη του Θεού (Ρωμ. 13, 1) Ο Χρυσόστομος, όμως, γράφει ότι ο Χριστιανός θα απειθαρχήσει στον άρχοντα, όχι για τη μη χριστιανική ζωή του, αλλά για τις αντιχριστιανικές του διαταγές. Γενικότερα, οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος, συνιστούν την υπακοή των Χριστιανών στις εντολές των αρχόντων στο μέτρο κατά το οποίο δεν εμποδίζεται η εφαρμογή του Θείου Νόμου. Η γνώμη αυτή του Μεγάλου Βασιλείου λαμβάνει υπ’ όψιν της και το ευαγγελικό «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. 5, 30). Μάλιστα, ο Χρυσόστομος προτείνει την εκπαίδευση Χριστιανών νέων σε θέματα πολιτικής και διοικήσεως (Ν. Μπουγάτσου, «Η πολιτική ζωή και σκέψη των Ελλήνων πατέρων», Αθήνα χ.χ.σ.σ. 55-57, 67.) Οι απλές αυτές νύξεις σε ένα τεράστιο θέμα ας θεωρηθούν ως μια παρότρυνση για περαιτέρω μελέτη και εμβάθυνση των Χριστιανών στο ερώτημα των ημερών για το ποία πρέπει να είναι η ενδεδειγμένη στάση των Χριστιανών - πολιτών έναντι των πολιτικών προβλημάτων....
Τι Είναι Η Λαϊκότητα Η Κοσμικότητα
Η λαϊκότητα, η κοσμικότητα, είναι ένα γενικό φαινόμενο των δυτικών κοινωνιών. Στη Γαλλία η ιστορία της κοσμικότητας του πολιτεύματος είναι η ιστορία ενός δύσκολου αγώνα ενάντια στην Εκκλησία και ο κατ’ εξοχήν χώρος αυτής της διαμάχης ήταν το σχολείο. Το ζήτημα ήταν αν η θρησκεία έπρεπε να συνεχίσει να καθοδηγεί τις συνειδήσεις ή αν θα έπρεπε να αντικατασταθεί από την κουλτούρα. Σήμερα η κοσμικότητα στη Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα πρόκληση, την πρόκληση του Ισλάμ. Είναι μια καινούργια κατάσταση που επιβαρύνεται από το γεγονός ότι αυτοί που προκαλούν, όντας πολέμιοι της λαϊκότητας, ισχυρίζονται ότι δρουν στο όνομα μιας “ανοιχτής”, όπως λένε, λαϊκότητας. Και θέλουν να ευθυγραμμιστεί το σχολείο με την υπόλοιπη κοινωνία. Δεν λένε ανοιχτά ότι η μαντίλα πρέπει να γίνεται δεκτή στο σχολείο για θρησκευτικούς λόγους. Αντ’ αυτού, επικαλούνται το γεγονός ότι η γαλλική κοινωνία έχει αλλάξει. Επικαλούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία του λόγου. Είναι λοιπόν μια μάχη ανάμεσα σε δύο είδη λαϊκότητας, όπου η μία παρουσιάζεται ως ανοιχτή και κατηγορεί την άλλη ως αδιάλλακτη, άκαμπτη και κλειστή. Η μάχη είναι δύσκολη, αλλά πιστεύω ότι δεν πρέπει να υποχωρήσουμε. Είναι ζήτημα κοινωνικής συνοχής. Θα μπορέσει άραγε η Γαλλία να συνεχίσει να είναι αυτό που είναι ή πρέπει, με την πρόφαση της πολυπολιτισμικής ανοχής, να δεχτεί τρόπους ζωής εντελώς ξένους προς το πνεύμα και τις αξίες της; Κατά τη γνώμη μου, κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο και λέγοντας αυτό δεν κλείνω την πόρτα σε κανέναν. Οι νεαρές μουσουλμάνες σαφώς έχουν τη θέση τους στο σχολείο, αλλά όχι η μαντίλα. Ο νόμος ενάντια στη μαντίλα ψηφίστηκε ακριβώς γιατί πολλές από αυτές τις νεαρές μουσουλμάνες ζήτησαν οι ίδιες από τη Γαλλική Δημοκρατία να τις απελευθερώσει από ένα περιβάλλον όλο και πιο αντιδραστικό». Η ολοένα και πιο έντονη παρουσία του Ισλάμ αποτελεί μια τάση πιο γενικευμένη για ένα κίνημα πιο ευρύ; «Σαφώς. Σήμερα ζούμε μια μεγάλη δημογραφική αλλαγή σε όλη την Ευρώπη. Οι μουσουλμάνοι τα επόμενα χρόνια θα αποτελούν πλειονότητα στις Βρυξέλλες, στο Ρότερνταμ και στη Γαλλία, σε πόλεις όπως το Ρουμπέ. Παρατηρούμε επίσης στη Γαλλία και σε όλη την Ευρώπη το φαινόμενο Γάλλοι, γαλλικής καταγωγής, να εγκαταλείπουν τις πόλεις ή τις γειτονιές όπου δεν αισθάνονται πια στο σπίτι τους. Ολη η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με αυτό το πρόβλημα, το οποίο είναι ευαίσθητο, γιατί, βέβαια, τίποτε δεν μπορεί να γίνει που δεν θα ενθάρρυνε την ξενοφοβία. Αλλά το να αρνείσαι την πραγματικότητα στο όνομα του πολέμου κατά της ξενοφοβίας είναι μια πολιτική γελοία και αυτοκαταστροφική». Ποια θα μπορούσε να είναι η λύση; «Η λύση είναι η ενσωμάτωση, η αφομοίωση. Και το γεγονός ότι έχει γίνει δύσκολη σήμερα δεν οφείλεται στον ρατσισμό των αυτόχθονων πληθυσμών. Οι Ολλανδοί δεν είναι ρατσιστές, οι Γάλλοι στην πλειονότητά τους δεν είναι ρατσιστές. Η ενσωμάτωση έχει γίνει δύσκολη λόγω μιας αυξανόμενης εχθρικής στάσης κάποιων μεταναστευτικών πληθυσμών απέναντι στη χώρα υποδοχής τους. Και αυτό το βλέπει κανείς στο σχολείο με την αμφισβήτηση κάποιων μαθημάτων Ιστορίας και Λογοτεχνίας. Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς σήμερα για τις χριστιανικές ρίζες της Γαλλίας, για το Ολοκαύτωμα, για την αποικιοκρατία ή για τη διαμάχη μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης. Υπάρχει επίσης μία ακόμη πιο μεγάλη δυσκολία που προέρχεται από την ανάπτυξη μιας γενικότερης κουλτούρας της βίας και μιας αμφισβήτησης του ίδιου του σχολείου. Οταν σύσσωμη η μαθητική κοινότητα χαρακτηρίζει “γελοίους” τους καλούς μαθητές, το σχολείο δεν μπορεί να λειτουργήσει. Αυτό συμβαίνει σε πολλές “ευαίσθητες” γειτονιές. Πρέπει, λοιπόν, να κοιτάξουμε κατάματα και να λάβουμε υπόψη μας αυτήν την πραγματικότητα. Δεν είμαστε όμως έτοιμοι να επιβάλουμε στον εαυτό μας αυτή τη δοκιμασία και φοβάμαι ότι αυτή η άρνηση εξυπηρετεί τελικά τα συμφέροντα των εξτρεμιστικών πολιτικών κομμάτων, ιδίως στη Γαλλία. Οσο το κοινωνικοπολιτικό πλέγμα αρνείται να δει την πραγματικότητα τόσο πιο μεγάλη απήχηση έχει η Μαρίν Λεπέν». Ποια πρέπει να είναι η στάση της Αριστεράς ως φορέως προοδευτικών απόψεων, απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα; «Οι άνθρωποι της Αριστεράς πρέπει να ανοίξουν τα μάτια τους. Οταν πρόσφατα ο υπουργός Εσωτερικών αρνήθηκε να δώσει στη δημοσιότητα τον αριθμό των αυτοκινήτων που κάηκαν τη νύχτα των Χριστουγέννων, οι σοσιαλιστές τού το προσήψαν. Το πρόβλημα όμως είναι ότι τρίβουν τα χέρια τους όταν βλέπουν τη βία να αυξάνεται, θεωρώντας την απόδειξη της αναποτελεσματικότητας της κυβέρνησης. Η στάση αυτή είναι γελοία, γιατί το κύριο πρόβλημα της βίας είναι η βία! Αν λοιπόν αυτή η κυβέρνηση, που είχε κάνει την ασφάλεια κεντρικό θέμα της προεκλογικής της εκστρατείας, αποτύχει, αυτό ίσως σημαίνει ότι το πρόβλημα δεν έχει λύση. Η Αριστερά όμως δεν θέλει να αντιμετωπίσει το θέμα της βίας όπως πρέπει. Είτε αποδίδει ευθύνες στην κυβέρνηση είτε προσπαθεί να βρει τα αίτια. Σύμφωνα με την Αριστερά, δύο είναι οι φταίχτες για τους εμπρησμούς των αυτοκινήτων ή για τις επιθέσεις εναντίον των καθηγητών ή των γυναικών: η κυβέρνηση και η ανεργία. Αρνούμενη με τον τρόπο αυτόν την πραγματικότητα, όταν έλθει ξανά στην εξουσία δεν θα έχει τα απαραίτητα εργαλεία για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό σοβαρά και αποτελεσματικά. Θεωρεί ότι το κακό προέρχεται από την καταπίεση ή από τις σχέσεις εξουσιαστή - εξουσιαζόμενου. Μόνο σε μία περίπτωση αναγνωρίζει το κακό ως κακό, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο: στην περίπτωση του φασισμού. Οταν κάποιοι σκίνχεντ βιαιοπραγούν ενάντια σε Αραβες, τους καταδικάζουν ριζικά, χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις λειτουργεί εκατό τοις εκατό η λογική της δικαιολογίας. Μα και οι πράξεις βίας μαθητών ενάντια στον καθηγητή τους ή η καταδίωξη των καλών μαθητών αποτελούν ένα είδος φασισμού! Η Αριστερά πρέπει να επιδείξει διαύγεια και να υιοθετήσει σκληρή στάση όσον αφορά τα φαινόμενα βίας που παρατηρούνται στη σημερινή κοινωνία. Δυστυχώς όμως βρίσκεται πολύ μακριά από το σημείο αυτό». Σε μια κοινωνία όλο και πιο πολυπολιτισμική, πώς μπορεί να διατηρηθεί το ιδιαίτερο πνεύμα του κάθε λαού, της κάθε χώρας; «Δεν μπορεί. Και αυτό είναι πολύ ανησυχητικό. Το πολυπολιτισμικό μοντέλο οδηγεί στην καταστροφή της κουλτούρας, του πολιτισμού. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, όλες οι πρακτικές είναι ισοδύναμες και, τελικά, όλα είναι πολιτισμός. Ετσι όμως και η γαλλική κουλτούρα αποδυναμώνεται, αλλά και ο πολιτισμός γενικότερα. Η Γαλλία εξελίσσεται σε μια κοινωνία μετα-πολιτισμική και μετα-εθνική. Και είναι πολύ λυπηρό, γιατί η έννοια του πολιτισμού ήταν συνδεδεμένη με τη γαλλική ταυτότητα. Η λογοτεχνία θεωρούνταν για πάρα πολύ καιρό η κατ’ εξοχήν έκφραση του γαλλικού πνεύματος. Αυτό όμως ισχύει όλο και λιγότερο. Η Γαλλία δεν υπερασπίζεται πια την ίδια την κληρονομιά της, οπότε έχει πάψει και να τη μεταδίδει. Και παρατηρούμε ταυτόχρονα την αύξηση του φανατισμού και της ασημαντότητας. Προσήψαμε στον πρόεδρο της Δημοκρατίας το γεγονός ότι καταφέρθηκε εναντίον ενός κλασικού γαλλικού μυθιστορήματος, της “Πριγκίπισσας ντε Κλεβ”, και είχαμε δίκιο. Η “Πριγκίπισσα ντε Κλεβ” όμως ήταν ένα μυθιστόρημα ζωντανό όσο υπήρχε εθνική ταυτότητα στη Γαλλία. Ενώ οι ίδιοι που σήμερα κοροϊδεύουν τον ακαλλιέργητο πρόεδρό μας στιγματίζουν τον διάλογο πάνω στην εθνική ταυτότητα. Δεν βλέπουν πως τα δύο αυτά πράγματα συνδέονται. Οτι η εξαφάνιση της κουλτούρας και η εξαφάνιση της ταυτότητας αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος». Πώς μπορεί να διασφαλιστεί η μετάδοση της πολιτιστικής και πολιτισμικής κληρονομιάς; «Το σχολείο καλείται σήμερα να παίξει αυτόν τον ρόλο. Κάποτε αυτός ήταν ο ρόλος της οικογένειας, ιδίως στις αστικές τάξεις, αλλά υπάρχουν όλο και λιγότεροι αστοί. Σκεφτείτε ότι σήμερα στη Γαλλία όλοι μιλάμε με θαυμασμό για έναν νέο και πλούσιο επιχειρηματία, τον Ματιέ Πιγκάς, διευθυντή του περιοδικού “Les Inrockuptibles” και μέτοχο της πολύ ισχυρής τράπεζας Λαζάρ, ο οποίος μπήκε με τον Πιερ Μπερζέ στη διεύθυνση της εφημερίδας “Le Monde”. Ολοι θαυμάζουν την επιτυχία ενός ανθρώπου που ο ίδιος αναγνωρίζει ότι είναι εντελώς ακαλλιέργητος. Αλλοτε, η διευθύνουσα τάξη στη Γαλλία έδινε πολύ μεγάλη σημασία στην κουλτούρα. Αυτό όμως δεν υπάρχει πια. Αρκεί να δει κανείς τα τοκ σόου στην τηλεόραση, όπου παρελαύνει η νέα ελίτ, μια ελίτ εντελώς απελευθερωμένη...». Και απενοχοποιημένη... «Ακριβώς! Μια ελίτ εντελώς ακομπλεξάριστη, η οποία δεν νιώθει κανένα δέος μπροστά στην πραγματική καλλιέργεια. Αυτό είναι ένα σοβαρό ζήτημα: Τι γίνεται η κουλτούρα, αν δεν μεταδίδεται από την οικογένεια; Μένει, βέβαια, το σχολείο, αλλά δεν μπορεί να τα κάνει όλα. Το σχολικό περιβάλλον είναι εύθραυστο και ξεκομμένο από το πνεύμα της εποχής. Επιπλέον, το ίδιο το σχολείο αντιμετωπίζει την αμφισβήτηση της κουλτούρας στο όνομα της πολυμορφίας και της ισότητας, στο όνομα του αγώνα κατά των διακρίσεων. Σκεφτείτε ότι ο υπουργός του Δημόσιου Τομέα κατήργησε τον τομέα των γενικών γνώσεων από κάποιους διαγωνισμούς, πρωτοβουλία η οποία χαιρετίστηκε αμέσως από το Αντιπροσωπευτικό Συμβούλιο των Μαύρων Συλλόγων, που θεωρούσαν ότι ο διαγωνισμός γενικών γνώσεων είχε χαρακτήρα διάκρισης, αφού οι πρόσφατα αφιχθέντες στη Γαλλία δεν είχαν τα εφόδια να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του, σε αντίθεση με τους Γάλλους με γαλλική καταγωγή. Οπότε, για να καταργήσουν αυτήν την ανισότητα, κατήργησαν τις γενικές γνώσεις!». Οι νέες τεχνολογίες με την πρόσβαση στη γνώση και στην πληροφορία δεν μπορούν να παίξουν ρόλο στη γεφύρωση αυτού του χάσματος; «Κοιτάξτε. Με το ...
Πηγή tovima.gr >>>