Η «Μικρά Αγγλία» είναι μια ταινία για την Άνδρο μιας συγκεκριμένης εποχής, ακόμη κι αν, όπως λέει ο Βούλγαρης, «κάθε φορά που κάνεις μια ταινία δημιουργείς πάντα έναν τόπο που τον συνθέτεις, τον επιλέγεις, τον κατασκευάζεις. Και στην Άνδρο, ακόμη κι αν για μένα είναι ένας τόπος βιωμένος, έφτιαξα ένα διαφορετικό τοπίο του νησιού. Όπως το είχε ανάγκη η ταινία κι όπως το φανταζόμουν. Ένα σύνολο σπιτιών, δρόμων, σημείων που εξυπηρετούσαν την αφήγηση και έδεναν την ιστορία. Η αγωνία μου όταν ξαναγύρισα στην Άνδρο μετά από μήνες, αφού τελείωσαν τα γυρίσματα, ήταν να δω αν μπορώ να βιώσω ξανά αυτή τη συγκίνηση που χτίστηκε μέσα μου στη διάρκεια των γυρισμάτων». Η Άνδρος στην ταινία είναι ένας τόπος μυθιστορηματικός μα και αληθινός μαζί, μεταμορφώνεται σε μια αυτόνομη χώρα που αναγνωρίζεις και μαζί ξεχνάς, σε έναν κόσμο αυθύπαρκτο, απόλυτα κινηματογραφικό. Κάπως έτσι μοιάζει να λειτούργησε και για τους συντελεστές της ταινίας. «Υπήρξε μια ιδιοτυπία σε αυτό το φιλμ» λέει η Καρυστιάνη, «το γεγονός ότι ζήσαμε όλοι για τις ανάγκες των γυρισμάτων τόσο καιρό μακριά από την Αθήνα, έξω από το γνώριμο σκηνικό του καθενός, το σπίτι του, τη διαδρομή του, τη δουλειά του, τα χρέη του στην τράπεζα. Η Άνδρος είναι ένα μυθιστορηματικό σκηνικό και εκτός των ωρών του γυρίσματος κι αυτό παίζει σίγουρα ένα ρόλο στο πώς λειτουργεί ο καθένας μας εκεί. Ακόμη και πριν ξεκινήσουμε τα γυρίσματα, πήραμε τους ηθοποιούς και πήγαμε βόλτες σε βουνά και σε λαγκάδια, μόνο και μόνο για να αγαπήσουν το νησί. Γιατί εγώ αισθάνομαι ότι η βάση για να κάνεις μια καλή δουλειά είναι να αγαπήσεις κάτι». Η δική τους αγάπη για τον τόπο, για το υλικό, για την ιστορία και τους ήρωές τους ήταν δεδομένη. Και ίσως η μεγαλύτερη αγωνία τους δεν ήταν άλλη από το αν θα μπορέσουν να το δικαιώσουν, να το αποδώσουν με τον καλύτερο τρόπο στην οθόνη. Γιατί, όπως λέει η Καρυστιάνη, «γράφοντας ένα βιβλίο αναγκάζεσαι να επινοήσεις τόπους, χώρους, καιρικές συνθήκες. Όταν έρχεται η ώρα όλα αυτά να γίνουν ταινία έχεις μια τρομερή ευθύνη. Γιατί η εικόνα δεν ζει στη φαντασία σου, είναι ένα τετελεσμένο γεγονός. Όταν έρχεται η ώρα της εικόνας θες να είσαι σίγουρος ότι αυτό που κάνεις είναι αληθινό». Για τον ίδιο τον Βούλγαρη, μια τέτοια σιγουριά δεν είναι ποτέ δεδομένη. «Κάθε φορά, κάθε γύρισμα είναι μια προσπάθεία να επαληθεύσεις ιδέες που έχεις, να ανακαλύψεις καινούργιες, να δοκιμάσεις και να ρισκάρεις, κι όλα αυτά στον αμείλικτο χρόνο που έχεις και με ένα κόστος πολύ υψηλό. Πολλές φορές στα γυρίσματα η μια μέρα διαδέχεται την άλλη και δεν έχεις το χρόνο να αντιληφθείς τι ακριβώς έκανες. Τελειώνεις μια σκηνή και μερικές φορές ξέρεις τι σημαίνουν οι εικόνες, αλλά δεν μπορείς να έχεις μια ξεκάθαρη ματιά σε ολόκληρο το υλικό. Και για μένα ήταν πολύ σημαντικό να αφηγηθώ αυτή την ιστορία με τον τρόπο που της αξίζει, να δικαιώσω αυτούς τους ήρωες με τους οποίους ζήσαμε τόσο καιρό μαζί». Και που τώρα έρχονται να γίνουν κομμάτι και της δικής μας ζωής, όχι μόνο σαν καρτ ποστάλ από μια παλιότερη εποχή, αλλά σαν αντανακλάσεις πραγμάτων που μας αφορούν άμεσα. «Μπορεί να μιλάει για μια άλλη εποχή, αλλά αυτοί που γύρισαν την ταινία το έκαναν με τη φτιαξιά και τη θέαση της ζωής του σήμερα» λέει η Καρυστιάνη. «...