Το όνομα “Σουλτάνα” είναι πολύ μπανάλ για ένα “αστέρι” σαν κι αυτόν. Τώρα είναι ένας “λαϊκός σταρ” με επίχρυση μπαταρία στο μπάνιο. Τώρα είναι ένας ψυχρός “πλασιέ” της εταιρείας σου, μια “ανασφαλής” βεντέτα της χειρότερης μορφής, ένας κακότροπος τραγουδιστής που τα ξέρει όλα και δεν χρειάζεται (ούτε μπορεί) πια να μάθει τίποτε άλλο. Τώρα είναι ένας 35άρης που δίνει παράσταση και πιστεύει πως είναι ο κατάλληλος να κάνει “ιστορία” και να παρουσιάσει “εξήντα χρόνια λαϊκό τραγούδι”, κάτι που δεν αποφάσισε να κάνει ούτε ο Τσιτσάνης. Είναι και αυτό μια πτυχή του πολιτιστικού σας έργου». Η κόντρα με τον συγκρουσιακό (συχνά ακραίο) Πάνου εγκαινιάζεται στην ηχογράφηση του δίσκου «Θέλω να τα πω» (1982). Γίνονται «μπίλιες» μέσα στο στούντιο της Columbia, ο Πάνου αποχωρεί στη φάση της ηχοληψίας του ομώνυμου τραγουδιού, ο δίσκος τελικά βγαίνει, ατόφιο χρυσάφι και καλλιτεχνικά και εμπορικά, ο μοναδικός μάλιστα χρυσός στη δισκογραφία του Πάνου. Λίγους μήνες αργότερα, η κόντρα αναζωπυρώνεται όταν κυκλοφορεί ένας διπλός live δίσκος του Νταλάρα από τις εμφανίσεις του στον Ορφέα με τίτλο: «Τα τραγούδια μου!». Ο Ακης Πάνου γίνεται πυρ και μανία, γιατί το «Νταλαράκι», όπως τον έλεγε, όχι χαϊδευτικά, είχε συμπεριλάβει, χωρίς να ζητήσει την άδειά του, δύο δικά του εμβληματικά τραγούδια για «κράχτες» του compilation: το «Θέλω να τα πω» και το «Χαροκόπου 1942-1953 (Στις παράγκες)» (πιο γνωστό ως «Εφτά νομά σ’ ένα δωμά»). Ο Νταλάρας, που στο θέμα Πάνου θα κρατήσει εν γένει αποστάσεις, δεν θα αντέξει να μην απαντήσει, έμπλεος ειρωνείας, στην προαναφερθείσα ανοιχτή επιστολή: «Φίλε μου Ακη, γεια χαρά. Διάβασα το γράμμα σου που με βρίζεις, αλλά δεν θύμωσα καθόλου! Το φχαριστήθηκα και γέλασα πολύ... Να γράφεις συνέχεια εσύ και να γελάω συνέχεια εγώ! Σε χαιρετώ, ο φίλος σου ο Γιωργάκης ο Νταλάρας» (περιοδικό «Ντέφι», τ. 3, σελ. 69, Οκτ. 1982). Οι κακεντρεχείς θα πουν ότι το πάρθιον βέλος θα το εκσφενδονίσει μετά τον θάνατο του Πάνου. Τον Απρίλιο του 2011 «Το Bήμα της Κυριακής» κυκλοφορεί μια επανέκδοση του «Θέλω να τα πω», με νέα ηχητική επεξεργασία και κυρίως με νέες ενορχηστρωτικές αλλαγές και προσθήκες, αλλά και νέες ερμηνείες (!) διά χειρός Γιώργου Νταλάρα. Οπως θα εξηγήσει ο ίδιος στο σημείωμά του: «Ακούγοντας ξανά, έπειτα από 30 χρόνια, τα πολυκάναλα του δίσκου, αισθάνθηκα την ανάγκη να δουλέψω από την αρχή τις μείξεις, να διαλέξω κάποιες διαφορετικές ερμηνείες από τις ηχογραφήσεις εκείνης της εποχής και να αντικαταστήσω όργανα και ήχους που δεν ακούγονταν στ’ αφτιά μου σήμερα όπως θα άξιζε σ’ αυτά τα τόσο σημαντικά λαϊκά τραγούδια». Πόσο θεμιτό είναι να «πειράζει» ένας τραγουδιστής μια πρώτη εκτέλεση, έναν ιστορικό δίσκο; Ανεξάρτητα από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, τα κόκαλα του «έσχατου ρεμπέτη» Ακη Πάνου μάλλον δεν έχουν πάψει να τρίζουν. Οσοι τον περιμένουν στη γωνία θα τον επικρίνουν για το «καπέλωμα» που κάνει σε ό,τι τραγουδάει (δεν ακούς, για παράδειγμα, Καλδάρα, ακούς Νταλάρα) αλλά και για τις παρακινδυνευμένες μουσικές του παρεκκλίσεις (βλέπε λάτιν). «Αυτοί που είναι προσκολλημένοι στο λαϊκό τραγούδι, όπως το γνώρισαν μέχρι τώρα, μου απαγορεύουν να “παρεκκλίνω” και να ψάχνω για καινούργια πράγματα. Και αυτοί με τις καινούργιες ιδέες με αντιμετωπίζουν σαν σκουριασμένη χατζάρα του 1821» θα εξομολογηθεί στον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Ενίοτε προβαίνει σε αιφνιδιασμούς. Είναι εκείνος που μέσα στην παντοδυναμία της ιδιωτικής τηλεόρασης θα κάνει «Τα κατά Μάρκον» με τον Σταύρο Ξαρχάκο, ο ίδιος που το 1983 τηλεφώνησε (σε μια εμβρόντητη) Κατερίνα Στανίση και της είπε: «Σε άκουσα και θέλω να τραγουδήσουμε μαζί». Είναι και άλλοι που τον αντιμετωπίζουν σαν το ναρκοβόλο της μουσικής βιομηχανίας. Εκείνοι που επιμένουν, ενδεχομένως με μια δόση υπερβολής, ότι «βύθισε κάμποσες καριέρες» και «πήρε τραγούδια από το στόμα συναδέλφων του». Οσοι υποστηρίζουν τα παραπάνω αναφέρουν την περίπτωση του Κώστα Σμοκοβίτη. Ο Κώστας Σμοκοβίτης (γνωστός από το «Καλημέρα ήλιε» που έγραψε ο Μάνος Λοΐζος και θα γινόταν γρήγορα το αγαπημένο μουσικό θέμα του ΠαΣοΚ) είναι εκεί, γύρω στο 1973-74, ένας ανερχόμενος λαϊκός τραγουδιστής, κάποιοι θα πουν, «ο νέος Νταλάρας», μάλλον επειδή η φωνή του βρίσκεται «στα ίδια πατήματα». Ο ίδιος, σε πλείστες εκμυστηρεύσεις του προς τον μουσικό Τύπο, θα ισχυριστεί ότι η συνύπαρξή του με τον Νταλάρα στην ίδια εταιρεία θα γίνει η καλλιτεχνική επιτάφια πλάκα του. Μεταξύ άλλων, θα καταθέσει ότι χρησιμοποιήθηκε πολλάκις από τη Μinos ως «φόβητρο» του αναρριχούμενου Νταλάρα, ήτοι για να μην κάνει πολλά τσαλίμια στα καινούργια συμβόλαια. Για τον Κώστα Σμοκοβίτη, που τελικά έγινε υπάλληλος του ΟΤΕ, ο Νταλάρας δεν αφήνει κανέναν άλλο να σηκώσει κεφάλι: Οπως θα γράψει στο περιοδικό «Nτέφι» (τ. 5, 1983, σελ. 43): «Το Νοέμβρη του 1973 έπειτα από υπόδειξη της εταιρείας... πάω να δουλέψω στα Νέα Δειλινά μαζί με τον Νταλάρα. Καλλιτεχνικός διευθυντής ήταν ο Νίκος Λαβράνος, αλλά στην ουσία για όλα αποφάσιζε ο Νταλάρας. Εκείνη την εποχή με φωνάζει ο Κουγιουμτζής και μου λέει να πω στον καινούργιο δίσκο που ετοίμαζε το “Πουκάμισο το θαλασσί” και τα άλλα που είχε γράψει τότε. Από αφέλεια ζήτησα άδεια από τον Νταλάρα να φύγω από την πρόβα. “Τι έχεις, ρε; ” με ρώτησε. Κι εγώ του είπα ότι είχα πρόβα με τον Κουγιουμτζή να πω κάτι τραγούδια. Μετά από αυτό περιμένω να μου ξανατηλεφωνήσει ο Κουγιουμτζής, περιμένω, τίποτα. Παίρνω τον Θεοφίλου και αυτός μου λέει “Κώστα, χάλασε η δουλειά”! Δεν αργεί να βγει ο δίσκος με τα ίδια τραγούδια τραγουδισμένα από τον Νταλάρα». Υπάρχουν, βέβαια, και αρκετοί που θα εξαργυρώσουν προς όφελός τους το καλλιτεχνικό αλισβερίσι με τον «θείο» (παρατσούκλι που του βγάζουν οι Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας). Μιλώντας στο BHmagazino, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας αναγνωρίζει ότι o ίδιος και οι Τερμίτες τού οφείλουν το μισό της ύπαρξής τους. «Αν δεν είχε βρεθεί ο Γιώργος ο Νταλάρας να κάνουμε το “Διδυμότειχο Βlues”, πιθανότατα σήμερα να μην έκανα αυτή τη δουλειά». Ο πολιτικά ορθός «χρυσολαρυγγάς» Τελικά ποιος είναι ο Γιώργος Νταλάρας; Αν μη τι άλλο, ένας από τους «χρυσολαρυγγάδες» (όπως αποκαλούσε ο Δημήτρης Ψαθάς τα είδωλα της μουσικής σκηνής με τα απίθανα μεροκάματα) που κατά τον Μάκη Μάτσα είχαν «και λαρύγγι και μυαλό». Οπως καταθέτει σήμερα ο πρόεδρος της Minos-Emi, τα θετικά στοιχεία του Νταλάρα είναι εκείνα ακριβώς που του αναγνωρίζουν και οι πλέον ορκισμένοι «εχθροί» του στη μουσική πιάτσα (και είναι κάμποσοι): «Σπουδαία φωνή, αυτό είναι το νούμερο ένα. Εργατικός εις το έπακρον. Πάντα ανήσυχος. Συνεπής μέχρι υπερβολής. Στο στούντιο τσακωνόμασταν συνέχεια, διότι συχνά η υπερβολική τελειομανία του τού αποστείρωνε το συναίσθημα. Ενώ το τραγούδι ήταν άψογο, στο τέλος με τις πολλές επαναλήψεις έχανε την ψυχή του. Του έλεγα “Γιώργο, μπορεί σε διαγωνισμό ορθοφωνίας και τονικής ορθότητας να πάρεις δέκα, αλλά από ψυχή θα πάρεις μηδέν”». Τα μειονεκτήματά του, επίσης κοινό μυστικό: «Το πρώτο είναι η υπερβολική του αγάπη για καθετί καινούργιο που εμφανιζόταν στον ορίζοντα (είτε αυτός ήταν συνθέτης είτε στιχουργός κτλ.), κάτι που τον παρέσυρε σε υπερβολικές συμμετοχές στα πάντα και σε ένα ξόδεμα του κεφαλαίου που λέγεται “Γιώργος Νταλάρας”. Εξού και αυτό που είπαν κάποτε “Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας”. Το δεύτερο είναι η απόλυτη εισαγγελικότητα και οι αγκυλώσεις του, που τον αδίκησαν πραγματικά. Βέβαια αυτή την αυστηρότητα και τη σκληρότητά του τις εφάρμοζε πρώτα στον εαυτό του και στην οικογένειά του και μετά σε όλους τους άλλους. Ομως δεν είναι εύκολο για τον κάθε συνεργάτη που δίνει την ψυχή του για αυτόν να δεχθεί μια συμπεριφορά που έφτανε πολλές φορές στην αδικία». Ο ίδιος έχει παραδεχτεί το στριφνόν του χαρακτήρα του. Το ευόργητον είναι επίσης γνωστό, κυρίως από τις θρυλικές συγκρούσεις του που πήραν τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Ανάμεσά τους o «τσαμπουκάς» εις βάρος του στιχουργού Μανώλη Ρασούλη στις 19 Σεπτεμβρίου 1983 κατά τη διάρκεια συναυλίας του Διονύση Σαββόπουλου (τελικώς αθωώνεται από τις κατηγορίες της απλής σωματικής βλάβης, της εξύβρισης και της συκοφαντικής δυσφήμησης) αλλά και η επτάχρονη δικαστική διαμάχη με τον βιτριολικό Τζίμη Πανούση. Οι δημοσιογράφοι καταβάλουν προσπάθειες να μην τον εκνευρίσουν στη διάρκεια μιας συνέντευξης, οι παλιοί ήξεραν καλά πως αν τον εξαγρίωνες με ένα «άδικο» κείμενο δεν το είχε σε τίποτα να έρθει να σου ζητήσει τα ρέστα έξω από το γραφείο σου. Λίαν ενδεικτική και η ιστορία που καταθέτει σήμερα στο ΒΗmagazino 29χρονος δημοσιογράφος που προτιμά να κρατήσει την ανωνυμία του: «Είμαστε μια παρέα 18χρονων και έχουμε αράξει μπροστά από το Γλυκύ στην Πλάκα. Είναι το 2001, που ο Νταλάρας εμφανίζεται ξανά στον Ζυγό. Ξαφνικά περνάει από μπροστά μας και κάποιος από την παρέα φωνάζει κοροϊδευτικά “Νταλάρας!”, εκείνος γυρνάει εκνευρισμένος, πάνε να πιαστούν στα χέρια. Εμείς φωνάζουμε στον δικό μας να κουλάρει, τελικά τους χωρίζουμε. Λίγο καιρό αργότερα εμείς, πάλι έξω από το Γλυκύ. Σκάει μύτη ο Νταλάρας με ένα μακρύ μαύρο παλτό και μια τσάντα περασμένη στον ώμο. Μου λέει εμένα: “Εσύ ήσουν ήρεμος, προσπάθησες να κατευνάσεις τα πνεύματα. Ελα μαζί μου”. Μας πηγαίνει (εμένα και έναν ακόμη της παρέας) στον Ζυγό. “Σήμερα ή αύριο”, λέει στον μετρ, “τα παιδιά θα έχουν τραπέζι κερασμένο από μένα. Πείτε πόσοι θα είστε”». Τον περιγράφουν ως μοναχικό και απόμακρο («Μικρός ήμουν πολύ πιο ανοιχτός, αλλά οι μαχαιριές πισώπλατα ξεκίνησαν από νωρίς»), εργασιομανή (στα όρια του... ασκητισμού) καθώς ξενυχτάει μόνο για δουλειά και ανακοινώνει «αύριο θα είμαι πολύ κρυωμένος» όταν θέλει να αποφύγει μια κοσμική εκδήλωση. Ο Γιώργος Νταλάρας τα παίρνει όλα τοις μετρητοίς και ο αυτοσαρκασμός δεν είναι το πιο δυνατό του σημείο. Δεν παίζει ποτέ μουσική σε παρέες, ποτέ δεν βάζει μουσική στο σπίτι έτσι για να παίζει, έχει ένα απόλυτο αίσθημα καθήκοντος για τον εαυτό του. Δεν θα πει ποτέ «βαριέμαι» και θεωρεί προσόν του το ότι είναι για κάποιους πολύ βαρετός. Οι οικείοι του λένε ότι είναι διαρκώς alert. Ακόμη και όταν βλέπει τηλεόραση (συνήθως ντοκυμαντέρ του Discovery ή του History Channel) βρίσκεται σε εγρήγορση, δεν «χύνεται» ποτέ πάνω στον καναπέ. Εχει εμμονές. Τη θάλασσα, τις συλλογές (όπλα, σπαθιά, νομίσματα, πέτρες κ.ο.κ.), τα μαστορέματα (στη Νέα Υόρκη περνάει ώρες ολόκληρες στο κατάστημα Ηome Depot, σκαλίζοντας παξιμάδια και βίδες) και βέβαια την ταχύτητα (ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν θέλει να θυμάται το “τετακέ” που του έκανε με το αυτοκίνητο ο Νταλάρας το 1970 στη Θεσσαλονίκη): «Εφαγε μεγάλο βρισίδι. Το 1992 πάλι που έπαθα ένα έμφραγμα, ταράχτηκε, καβάλησε τη μηχανή και έτρεχε σαν τρελός να έρθει να με δει στο νοσοκομείο. Σε κάτι λάδια ντελαπάρισε και τον πέταξε 100 μέτρα μακριά. Ηρθε να με δει έτσι όπως ήταν, γδαρμένος και καμένος από το σούρσιμο στο οδόστρωμα». Ποιος από όλους τους Νταλάρες; Στην ερώτηση ποιο είναι «για σας το άκρον άωτον της δυστυχίας;», ο «πάπας» της γαλλικής λογοτεχνίας Ζαν Πολάν είχε απαντήσει «Να είναι κανείς ευανάγνωστος». Υπό αυτό το πρίσμα, ο Γιώργος Νταλάρας, έπειτα από 45 χρόνια αδιάλειπτης έκθεσης, πάνω από 70 προσωπικούς δίσκους (το 2012 κυκλοφόρησε έναν ακόμη με τίτλο «Τι θα πει έτσι είναι») και πάνω από 14 εκατομμύρια πωλήσεις, μπορεί άνετα να θεωρεί εαυτόν πλέοντα σε πελάγη ευτυχίας. Ακόμη και αυτοί που τον γνωρίζουν καλά επιμένουν ότι σπάνια μπορείς να διαπεράσεις την επιφάνεια και να ψηλαφήσεις τα πιο κάτω στρώματα, πόσω μάλλον να βρεις ρωγμές. «Ενώ τον πλησιάζεις εύκολα, μόλις χωρίσεις από εκείνον έχεις την εντύπωση ότι μιλούσες με κάποιον άλλον» είχε πει κάποτε ο στιχουργός Μάνος Ελευθερίου. Ισως κάτω από τη μεσαιωνική πανοπλία της άφθαρτης φωνής και εικόνας να κρύβεται η αλήθεια. Αν αφαιρέσεις τον θώρακα και τις περικνημίδες μπορεί να βρεις έναν «συστημικό» καλλιτέχνη-πρωταθλητή που βγήκε στο «μεϊντάνι» για να τα σαρώσει όλα. Αν, πάλι, πετάξεις και την περικεφαλαία, μπορεί να βρεις από κάτω έναν μικρό Νταράλα να παλεύει σκυλίσια να σταθεί πολύ ψηλότερα από όσο τού επέτρεψαν ποτέ η τάξη, η μόρφωση και η οικογένειά του. Και οι δύο, πάντως, κάποια βράδια ξυπνάνε μέσα σε ένα παγωμένο δωμάτιο....