Ο Μουφτής είναι δηλαδή ταυτοχρόνως και θρησκευτικός λειτουργός, επικεφαλής μιας κοινότητας πιστών και δικαστής, που ασκεί δικαιοδοσία, ιδίως σε θέματα οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου, μεταξύ των μουσουλμάνων ελλήνων πολιτών της περιφερείας του. Ηδη, ευθύς μετά την επέκταση του ελληνικού κράτους με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Αρτας, που επισημοποιήθηκε με τη Σύμβαση του 1881 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ο νόμος ΑΛΗ'/1882 περιέχει τις πρώτες ρυθμίσεις για τους Μουφτήδες που είναι οι πνευματικοί αρχηγοί των μουσουλμανικών κοινοτήτων, αλλά και δημόσιοι λειτουργοί, οι οποίοι διορίζονται και παύονται με διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των υπουργών επί των Εκκλησιαστικών και της Δικαιοσύνης και ορκίζονται ενώπιον του οικείου νομάρχη. Στον ίδιο νόμο προβλέπεται η έκδοση διαταγμάτων που θα καθορίζουν μεταξύ άλλων και τα της συμμετοχής των μουσουλμανικών κοινοτήτων στη διαδικασία για τον διορισμό των Μουφτήδων. Ακολούθησε η Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας του 1913, γνωστή ως Συνθήκη των Αθηνών. Σε αυτήν περιλαμβάνονται διατάξεις που αναφέρονται στους Μουφτήδες, τον Αρχιμουφτή και τα καθήκοντά τους. Ειδικότερα, ρητώς ορίζεται ότι οι Μουφτήδες κάθε περιφέρειας εκλέγονται από μουσουλμάνους εκλογείς, ενώ ο Αρχιμουφτής διορίζεται από τον Ανώτατο Αρχοντα μεταξύ τριών υποψηφίων που εκλέγονται και του υποδεικνύονται από εκλογική συνέλευση, η οποία συγκροτείται από όλους τους Μουφτήδες της Ελλάδας. Στα καθήκοντα εξάλλου των Μουφτήδων, εκτός από τις καθαρώς θρησκευτικές υποθέσεις, καταλέγονται η εποπτεία επί της διοικήσεως των βακουφίων και αρμοδιότητες μεταξύ μουσουλμάνων για όλες τις οικογενειακές και κληρονομικές τους υποθέσεις. Στο πνεύμα της Συνθήκης των Αθηνών κινήθηκε και ο νόμος 2345/1920, ο οποίος και αυτός ρύθμισε τα της εκλογής των Μουφτήδων από τους μουσουλμάνους της περιφερείας τους και την εποπτεία τους από τον ...