Ο παράδεισος θα είναι σίγουρα άδειος ή θα έχει ελάχιστους ανθρώπους. Η πίστη λοιπόν εκφράζει μια ανθρώπινη ανάγκη. Εξάλλου όσο πιο φτωχή και εξαθλιωμένη είναι μια χώρα τόσο περισσότερο θρησκευόμενη είναι, γιατί μόνο αυτό της έχει απομείνει». Πού βρίσκεται λοιπόν ο παράδεισος; «Στη ζωή! Ο παράδεισος είναι να αγαπάς, ο παράδεισος είναι να ζεις. Να αγαπάς, να σε αγαπούν, να δίνεις, να σου δίνουν. Ο παράδεισος είναι να κάνουμε ό,τι αγαπάμε. Ο παράδεισος είναι να μπορούμε να ακούμε μουσική, να γνωρίζουμε μοναδικούς ανθρώπους... Υπάρχουν πολλοί παράδεισοι στη Γη. Πρέπει να ξέρουμε να τους αναγνωρίζουμε και να μην τους καταστρέφουμε». Ο δικός σας παράδεισος είναι... «Είναι κάποιες φορές. Κάποιες στιγμές. Αλλά υπάρχει». Και η κόλαση; «Είναι συχνά. Ο Σαρτρ έλεγε ότι “Η κόλαση είναι οι άλλοι”, αλλά οι άλλοι είναι επίσης ο παράδεισος... Πρέπει να κάνουμε επιλογές, να υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας, να πολεμάμε, να ξέρουμε να ακούμε, να ενδιαφερόμαστε για τα πράγματα...». Οι «άλλοι» για τους οποίους μιλάτε έχουν παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην πορεία σας... «Ναι. Είχα την τύχη να συναντήσω έξοχους ανθρώπους που μου άνοιξαν τα μάτια, που με εκπαίδευσαν, που μου έμαθαν τι σημαίνει “άλλος” και ότι πρέπει να τον σεβόμαστε. Οπως όλοι οι νέοι, χρειαζόμουν απαντήσεις στα ερωτήματά μου. Και αυτοί οι άνθρωποι μού απάντησαν. Ημουν πολύ τυχερή. Πολύ...». Τι είναι τύχη; «Είναι να συναντάς τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη στιγμή. Εγώ έζησα σημαντικές στιγμές της Ιστορίας της Γαλλίας, όταν ξαφνικά μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς οι πάντες κατέφθασαν σε αυτό το μικρό χωριό που το έλεγαν Σεν Ζερμέν ντε Πρε. Ηταν όλοι τους ζωγράφοι, γλύπτες... Ολες οι τέχνες ήταν εκεί: η λογοτεχνία, το θέατρο, ο κινηματογράφος, η μουσική... Κι όλα αυτά ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή. Οι πιο μεγάλοι καλλιτέχνες ήταν εκεί. Ηταν κάτι εκπληκτικό. Εβλεπες στον ίδιο χώρο τον Πικάσο, τον Θεοδωράκη, τον Μάιλς Ντέιβις, τον Τσάρλι Πάρκερ, τον Τσάρλι Τσάπλιν, τον Σαρτρ...». Ο οποίος μάλιστα σας ώθησε να ασχοληθείτε με το τραγούδι... «Ναι, ήταν εξαιρετικός μουσικός και έπαιζε πολύ καλό πιάνο. Μου πρότεινε να τραγουδήσω το τραγούδι “Η οδός Μπλαν Μαντό” που είχε συνθέσει για την παράσταση “Κεκλεισμένων των θυρών”, πράγμα το οποίο έκανα, αλλά τελικά σε μουσική του Ζοζέφ Κοσμά, γιατί ο Σαρτρ δεν ήταν ικανοποιημένος με τη μουσική που είχε γράψει ο ίδιος». Πώς ήταν ο Σαρτρ στην καθημερινή ζωή; «Υπέροχος! Χαρούμενος. Πάρα πολύ αστείος. Τρελαινόταν για φάρσες. Δεν σταματούσε να λέει βλακείες, να κάνει βλακείες. Ηταν απολαυστικός. Στην παρέα μας δεν βαριόμασταν ποτέ. Μαθαίναμε. Εγώ ό,τι ξέρω εκεί το έμαθα. Μου άρεσε να μαθαίνω και εξακολουθεί να μου αρέσει». Ας μιλήσουμε λίγο για τον Μάιλς Ντέιβις... «Ο Μάιλς είναι καλά. Είναι αιώνιος. Τον ακούμε παντού. Είναι μια αναφορά, ένα παράδειγμα, μια μεγαλοφυΐα. Τα δύσκολα στοιχεία του χαρακτήρα του έχουν πια ξεχαστεί...». Ποια ήταν αυτά; «Η έλλειψη ανοχής... Ηταν αρκετά ρατσιστής ο Μάιλς. Οταν συναντηθήκαμε – ήμουν τότε πολύ νέα – μου είπε: “Μια μέρα θα έχω μια λευκή Ρολς και έναν λευκό σοφέρ”. Ηταν πολύ σκληρό. Και εγώ όμως λευκή ήμουν. Αγάπησε λοιπόν μια λευκή γυναίκα». Η λευκή γυναίκα τον αγάπησε; «Βέβαια! Η λευκή γυναίκα δεν είχε καν δει ότι ήταν μαύρος. Η λευκή γυναίκα είδε ότι ήταν ωραίος. Είδε ότι ήταν έξυπνος, ότι ήταν καταπληκτικός. Κα-τα-πλη-κτι-κός! Είδε ότι ήταν η ενσάρκωση της μουσικής, της δικής του μουσικής, της δικής μας μουσικής. Ηταν ένα σπάνιο πλάσμα». Ποια από τις στιγμές που ζήσατε μαζί του ή χάρη σε αυτόν έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη σας; «Ηταν ένα βράδυ που τον κάλεσα για δείπνο στο “Μπέρκλεϊ”, ένα πολύ κομψό παρισινό εστιατόριο όπου πήγαινα πολύ συχνά. Οταν φτάσαμε, ρώτησα τον υπεύθυνο – που γνώριζα πολύ καλά – αν υπήρχε τραπέζι. Βλέπω το βλέμμα του να καρφώνεται στον Μάιλς. Εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνω ότι βλέπει “έναν νέγρο”. Ξαφνικά αλλάζει έκφραση και μου λέει: “Λυπάμαι πολύ, κυρία Γκρεκό, δεν υπάρχει τραπέζι”. Του λέω: “Κρίμα. Δώστε μου το χέρι σας”. Μου το δίνει, κοιτάζοντας απορημένος. Το παίρνω, φτύνω μέσα στην παλάμη του, το ξανακλείνω, τον χαιρετάω και φεύγω. Εκτοτε δεν ξαναπάτησα ποτέ σε εκείνο το εστιατόριο». Ο Μάιλς τι είπε; «Τίποτα. Απολύτως τίποτα. Ούτε λέξη... Η σκηνή όμως ήταν πολύ οδυνηρή για αυτόν. Τέλος πάντων. Ας μιλήσουμε καλύτερα για την απίστευτη ομορφιά του. Ο Μάιλς ήταν φοβερά όμορφος. Δεν ήταν καθόλου νεγροειδής. Είχε αιγυπτιακά χαρακτηριστικά...». Και πρόσωπο αινιγματικό... «Πολύ. Ηταν ένας άνθρωπος παράξενος, εξαιρετικά έξυπνος και καλλιεργημένος. Αλλά ήταν πολύ σκληρός, καθόλου ανεκτικός. Εγώ γλίτωσα από την περιφρόνηση που έτρεφε για τις γυναίκες. Είμαι η μόνη γυναίκα, από ό,τι φαίνεται στα απομνημονεύματά του, που περιέργως βγαίνει άθικτη και προστατευμένη. Η μόνη γυναίκα που αγάπησε. Και εγώ θα τον αγαπώ πάντα. Υπάρχει στη ζωή μου. Υπάρχει στη μνήμη μου. Υπάρχει στο προσωπικό μου θησαυροφυλάκιο, στην καρδιά μου. Κάποιους ανθρώπους τους έχω μέσα μου, στο σώμα μου. Μερικοί από αυτούς είναι πιο κοντά στο τζάκι από άλλους. Τους έχω στη ζεστασιά και τους μιλάω». Ποιοι άλλοι είναι γύρω από το τζάκι; «Είναι περισσότεροι φίλοι, παρά εραστές. Για τους εραστές υπάρχει το κουτάκι “Εραστές”. Αλλά και εκεί δεν υπάρχουν όλοι... Ο αληθινός έρωτας είναι έρωτας και φιλία μαζί. Ερωτας, σεβασμός, θαυμασμός. Ο άλλος έρωτας, με τα φτερά, το τόξο και τα βέλη, ήταν αρκετά σπάνιος στη ζωή μου». Δεν ερωτευτήκατε; «Πολύ λίγους ανθρώπους. Η φιλία όμως κατέχει μεγάλο μέρος στη ζωή μου. Κι έπειτα υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους με συνέδεε μια ερωτική φιλία, όπως με τον Μπορίς Βιαν. Πρέπει να ήμουν ερωτευμένη με τον Μπορίς και εκείνος το ίδιο. Η σχέση μας ήταν αδελφική, αλλά λίγο αιμομικτική, όπως είναι συχνά η σχέση ανάμεσα στα αδέλφια. Οταν υπάρχει μεγάλη οικειότητα με κάποιον, τα όρια γίνονται δυσδιάκριτα». Είχατε πιο πολλούς φίλους άνδρες απ’ ό,τι γυναίκες... «Ναι, τα πάω πολύ καλά με τους άνδρες. Καταλαβαινόμαστε πολύ καλά. Αυτό συνέβη και με κάποιες γυναίκες, αλλά τα κριτήρια ήταν διαφορετικά. Εμένα μου αρέσουν οι δραστήριες γυναίκες, οι γυναίκες συγγραφείς, για παράδειγμα. Μου αρέσουν οι γυναίκες που σκέφτονται, οι γυναίκες που επιλέγουν, που ζουν, οι γυναίκες που αποφασίζουν για τη ζωή τους...». Οπως η Φρανσουάζ Σαγκάν; «Είναι το πιο ωραίο παράδειγμα». Της αφιερώσατε το προτελευταίο κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας σας. Το τελευταίο είναι αφιερωμένο στην κόρη σας... «Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κάποιος για τους ανθρώπους που αγαπά. Είναι δύσκολο για μένα να μιλάω για την κόρη μου, για τη Φρανσουάζ ή για τον Μάιλς. Υπάρχουν πράγματα που αφορούν τον Μάιλς και για τα οποία δεν μιλώ ποτέ». Η Μαργκερίτ Ντυράς; «Η Μαργκερίτ ήταν ένας θαυμάσιος δάσκαλος του κομμουνισμού. Εγώ όμως ήμουν κακή μαθήτρια...». Γιατί; «Γιατί είμαι πάρα πολύ ανεξάρτητη και ανυπάκουη. Πολύ ανυπάκουη. Οταν ήμουν μικρή, δεν έλεγα καν “όχι”. Κουνούσα απλώς το κεφάλι αρνητικά. Ημουν τρομερή – και τώρα άλλωστε δεν έχω αλλάξει ιδιαίτερα... Οταν η δασκάλα στην τάξη μού έλεγε: “Γκρεκό, ξέρεις το μάθημά σου;”, εγώ κουνούσα απλώς αρνητικά το κεφάλι. Ετσι κατάφερνα να με διώχνουν από τα μέρη που με δυσαρεστούσαν. Η γιαγιά μου έλεγε: “Αυτή η μικρή προτάσσει τη δύναμη της αδράνειας”». Η σιωπή δηλαδή ήταν το όπλο σας... «Ναι. Η σιωπή είναι τρομερό όπλο. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να την πολεμήσεις. Κανένας δεν μπορεί να σε υποχρεώσει να μιλήσεις. Εγώ ήμουν εντελώς αρνητική, απροσπέλαστη. Ηταν ο δικός μου τρόπος να τους πω ότι κάτι δεν με ενδιαφέρει. Ηταν σαν να τους έλεγα: “Αφήστε με ήσυχη”. Ενάντια σε αυτό, δεν έπιανε καμιά τιμωρία. Ακόμη κι όταν με έκλειναν στη σκοτεινή σκάλα του υπογείου, εγώ έπαιρνα μαζί μου το αρκουδάκι μου και ήμουν ευτυχισμένη. Καθόμουν εκεί μαζί του ήρεμα, το χάιδευα και του μιλούσα. Σε αυτό, ναι, μιλούσα...». Αυτό σας μιλούσε; «Μα και βέβαια! Τα παιδιά ακούνε πράγματα που οι ενήλικοι δεν ακούν... Ευτυχώς!». Ξέρω ότι και σήμερα έχετε ιδιαίτερη σχέση με τα αρκουδάκια... «Ναι. Εχω πάρα πολλά. Τα πιο σημαντικά όμως ήταν η Ουρσίν, το αρκουδάκι που είχα όταν ήμουν μικρή, κι ένα άλλο που μου ...