Ο πλησίον είναι ανύπαρκτος για την σκέψη και τη ζωή του πλουσίου. Θεωρεί ότι η υλική ευδαιμονία του είναι ατέρμονη και ότι δεν πρόκειται να του την αφαιρέσει κανείς. Έτσι καταστρώνει μακρόπνοα σχέδια λέγοντας στον εαυτό του: «ψυχή, έχεις, πολλά αγαθά που αρκούν για χρόνια πολλά· αναπαύου, φάγε, πιέ, ευφραίνου» και καταπίεσε τελείως μέσα στα βάθη του υποσυνειδήτου του τον Θεό, νομίζοντας ότι τον αφάνισε και γλύτωσε από τον έλεγχό του. Ηθικά αδιάφορος, ο πλούτος, όμως αποκτά ηθική ποιότητα στα χέρια του ανθρώπου. Αρμόζει, εάν δεν έχεις πλούτο να μην τον ποθείς, έχοντας μέσα σου συνεχώς την επιθυμία να τον αποκτήσεις, ενώ αντίθετα όταν υπάρχει (ο πλούτος), να μην σου είναι μόνιμη επιδίωξη το πώς θα τον κρατήσεις κτήμα σου, αλλά να σκέφτεσαι και να αναζητάς τρόπους πως θα τον διαθέσεις, συμβουλεύει και πάλι ο Μέγας Βασίλειος στους Λόγους του προς τους νέους. Ενώ και πάλι «εις το Καθελώ μου τας αποθήκας», μας δίνει το παράδειγμα του ανθρώπου που μπαίνει πρώτος στο θέατρο και πιάνει τα διπλανά άδεια καθίσματα και εμποδίζει να καθίσουν αυτοί που μπαίνουν μετά. «Τέτοιοι είναι οι πλούσιοι, αφού προκαταλάβουν τα κοινά, τα ιδιοποιούνται επειδή πρόλαβαν». Τίποτα λοιπόν απ’ όλα τα υλικά αγαθά εδώ στη γη, δεν μας ανήκει, δεν ήμαστε ιδιοκτήτες των υλικών αγαθών. Ο Θεός μας παραχωρεί όλα αυτά τα αγαθά πλουσιοπάροχα, μας εμπιστεύτηκε τη δική του περιουσία, καθιστώντας μας οικονόμους της και διαχειριστές, καλώντας μας να τη χρησιμοποιήσουμε για το καλό των άλλων ανθρώπων. Εκείνος είναι πάντοτε «ο διδούς υιετούς και καιρούς καρποφόρους» (Πρ. ιδ΄ 17) Κάποτε ο γεωργός πριν βάλει το χέρι στο αλέτρι για να οργώσει, σήκωνε τα μάτια του στον ουρανό. Έκαμνε τον σταυρό του και κατόπιν άρχιζε την εργασία του. Τώρα ξεχάσαμε τον Θεό. Εργαζόμαστε μόνοι μας, με τα προηγμένης τεχνολογίας εργαλεία, χωρίς την βοήθειά του. Νομίζουμε πως είμαστε αυτάρκεις και δεν έχουμε ανάγκη τον Θεό. Αφού δεν θέλουμε, δεν δεχόμαστε την ευλογία του Θεού, ο Θεός μας την στερεί. Δεν είμαστε άξιοι των δωρεών του και παίρνει την χάρη του από πάνω μας. Συμβαίνει πολλές φορές αυτό που ψάλλουμε στην Αρτοκλασία: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…». Οι άνθρωποι διακατεχόμαστε από μια σπουδή να αποκτήσουμε όσο περισσότερα μπορούμε, προκειμένου να κάνουμε τη ζωή μας πιο άνετη και τελικά εγκλωβιζόμαστε στην αναζήτηση της ευτυχίας, στη δυστυχία της πλεονεξίας μας. Αδιαφορούμε για τον πλησίον μας, για τα προβλήματά του, για τις ανάγκες του. Και τελικά, σαν τον άφρονα της παραβολής, παγιδευόμαστε στον εγωισμό μας και ολιγοπιστούμε απέναντι στο Θεό. Δεν μας λέει ο Χριστός να μη φροντίζουμε για την οικογένειά μας, για το μέλλον των παιδιών μας, για την εξασφάλιση των αναγκαίων. Αλλά μας τονίζει ότι δεν είναι αυτά όλα τόσο σημαντικά, ώστε να ξεχνούμε την επιμέλεια της ψυχής μας. Μας παροτρύνει λοιπόν να προσδιορίσουμε εκ νέου τις προτεραιότητές μας, να στρέψουμε και πάλι στο βλέμμα στον ουρανό: «να επιζητείτε πρώτα την βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνη Του, και όλα τα άλλα θα σας δοθούν» (Μτθ στ’, 33) Ο μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος μιλώντας για το οικονομικό πρόβλημα στην εποχή του έλεγε: «Έχουμε οικονομικό πρόβλημα γιατί είμαστε άπληστοι. Αν ήμασταν ολιγαρκείς, δεν θα υπήρχε τέτοιο πρόβλημα. Η πλεονεξία δημιουργεί το οικονομικό αδιέξοδο. Δεν μας αρκούν αυτά που έχουμε. Θέλουμε όλο και περισσότερα. Ποιά άλλη καλύτερη λύσις του οικονομικού προβλήματος υπάρχει, από την ολιγάρκεια; Κυνηγάμε το περισσότερο. Να μάθουμε λοιπόν να είμαστε ολιγαρκείς. Αν όλοι οι άνθρωποι υπάκουαν σε αυτό που λέγει ο Απ. Παύλος και αρκόντουσαν στα απολύτως απαραίτητα και δεν ήθελαν ένα σωρό περιττά, δεν θα υπήρχε οικονομικό πρόβλημα». (Αρχ. Επιφανίου, «Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα»)....