Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι αυτή μόνη η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». 6) Είναι προφανής η αναντιστοιχία ανάμεσα στην διακήρυξι: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία… ούσα η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» (παραγρ. 1), και στα πεπραγμένα των θεολογικών διαλόγων. Από την εποχή που πρωτοσυντάχθηκε αυτή η διατύπωσις (Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, 1986) μέχρι σήμερα, και παρότι είχε τονισθή από τότε ότι η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δίδεται «επί τη βάσει της αποστολικής παραδόσεως και πίστεώς της», έχουν γίνει θεολογικές συμφωνίες, οι οποίες δεν εδράζονται στην αποστολική πίστι και παράδοσι. Τέτοιες είναι π.χ. η συμφωνία της Μικτής Επιτροπής Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων επί της Χριστολογίας (1989, 1990)- η συμφωνία επί της εκκλησιολογίας στο Μπαλαμάντ (1993), η οποία συνόψιζε τις συμφωνίες της Μικτής Επιτροπής Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στο Μόναχο (1982), στο Μπάρι (1986), στο Νέο Βάλαμο (1988), που αφορούσαν τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα αμφοτέρων των πλευρών (αποστολική πίοτι, αποστολική διαδοχή, αυθεντικά μυστήρια) και η συμφωνία στην Ραβέννα (2007) για την ύπαρξι δήθεν πρωτείου ενός επισκόπου επί παγκοσμίου επιπέδου, η οποία ευτυχώς ακόμη δεν έχει ευδοκιμήσει. Το συνοδικό κείμενο γίνεται ασαφέστερο με την ρητή διαβεβαίωσι της Εγκυκλίου ότι οι «υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας διεξαγόμενοι διάλογοι ουδέποτε εσήμαιναν, ούτε σημαίνουν και δεν πρόκειται να σημάνουν ποτέ οιονδήποτε συμβιβασμόν εις ζητήματα πίστεως». Εάν οι ανωτέρω θεολογικές συμφωνίες δεν είναι «συμβιβασμός εις ζητήματα πίστεως», διερωτώμεθα τι είναι συμβιβασμός και ποιος είναι ο «δογματικός μινιμαλισμός» που απορρίπτεται με την διατύπωσι της Εγκυκλίου; «Η Ορθόδοξος Εκκλησία ουδέποτε απεδέχθη τον θεολογικόν μινιμαλισμόν ή την αμφισβήτησιν της δογματικής παραδόσεως και του ευαγγελικού ήθους της» (παραγρ. 20)! Από τις ανωτέρω έξι επισημάνσεις συνάγεται ότι το κείμενο των σχέσεων προς τον λοιπόν χριοτιανικόν κόσμον προσανατολίζεται προς συνοδική κατοχύρωσι της γραμμής των διαχριστιανικών σχέσεων της τελευταίας πεντηκονταετίας χωρίς τις απαραίτητες βάσεις της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας. Διερωτάται κανείς: Πόσο εύκολα θα μπορούσε η γραμμή αυτή να ονομασθή «Ορθόδοξος οικουμενισμός» (π. Δημήτριος Στανιλοάε), ή πρόσκλησις για «παγκόσμια επιστροφή στην Ορθοδοξία» (π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ); Οι αστοχίες κατά τους διαχριοτιανικούς διάλογους του παρελθόντος δεν ευνοούν μία θετική απάντησι. Χρειαζόταν τώρα ένα κείμενο με αγιοπατερική πνοή, το οποίο δεν θα άφηνε περιθώρια στον ετερόδοξο οικουμενισμό (θεωρία των «αδελφών εκκλησιών» και των «δύο πνευμόνων», αναγνώρισις ετεροδόξου βαπτίσματος και ιερωσύνης, κοινή χριστολογική πίστις με τους Αντιχαλκηδονίους, αποδοχή της βατικανείου «Clarification», συνυπογραφή ειδικών κειμένων περί Εκκλησίας του τμήματος Πίστις και Τάξις του Π.Σ.Ε. κ.λπ., και σχετικές «εθιμοτυπικές εκκλησιαστικές» εκδηλώσεις που τα επιβεβαιώνουν). Ένα τέτοιο κείμενο θα στόχευε στην επιστροφή των ετερόδοξων στην ενότητα της Εκκλησίας. Θα έδειχνε ότί δεν αναγνωρίζουμε εν τη πράξει στις ετερόδοξες «εκκλησίες» εκκλησιαστικότητα (ότι είναι εκκλησίες με την θεολογική έννοια του όρου) αφήνοντας τους ετεροδόξους στις πλάνες τους. Το συνοδικό κείμενο περί των σχέσεων με τους ετεροδόξους παρουσιάζει έλλειμμα εκκλησιολογικής ακριβείας. Αναπόφευκτα αυτό θα φανή κατά τις μελλοντικές οικουμενικές επαφές. Σε αυτές θα εφαρμοσθή πρακτικά το πνεύμα του κειμένου. Θα ήταν ευχής έργον οι διαχριοτιανικοί διάλογοι να ξαναρχίσουν από κάποιο «σημείο μηδέν» μίας καθαρής Ορθοδόξου Έκκλησιολογίας. Ενδέχεται όμως να οικοδομηθούν στα κεκτημένα του παρελθόντος, τα οποία ούτως ή άλλως καταμαρτυρούν παρεκκλίσεις από την Ορθόδοξο Εκκλησιολογία. Η ερμηνεία του συνοδικού κειμένου περί των διαχριστιανικών σχέσεων θα φανή και σε δύο άλλες πλευρές των οικουμενικών επαφών: Η μία πλευρά είναι οι οικουμενιστικοί συγχρωτισμοί, δηλαδή οι λειτουργικοί ασπασμοί, οι συμπροσευχές, οι ευλογίες Ορθοδόξου ποιμνίου από αιρετικούς εκκλησιαστικούς ηγέτες, οι κοινές εκδηλώσεις Ορθοδόξων και ετεροδόξων προκαθημένων και κληρικών, με τις οποίες αμβλύνεται το Ορθόδοξο κριτήριο και προωθείται ο λαικός Οικουμενισμός. Θα συνεχισθούν ή θα παύσουν; Η δεύτερη πλευρά αφορά τις θεολογικές μελέτες, τα θεολογικά επιστημονικά συνέδρια, και ο,τι άλλο στον ακαδημαικό χώρο προωθεί τους διαχριστιανικούς διάλογους προς την πλευρά του συγκρητιστικού οικουμενισμού, τα οποία έχουν ενίοτε «αξιοποιηθή» από εκκλησιαστικούς φορείς. Έστωσαν ως παραδείγματα η θεολογική παραγωγή που επί χρόνια εμφανίζει τους Μονοφυσίτες ως Ορθοδόξους στην Χριστολογική τους διδασκαλία, η περιβόητη παπική «Clarification» που εξισώνει το Φιλιόκβε με την εκ μόνου του Πατρός εκπόρευσι του Αγίου Πνεύματος, οι θεολογικές μελέτες που υποστηρίζουν ως έγκυρο το βάπτισμα των ετερόδοξων. Με ποια άραγε εκκλησιολογικά κριτήρια θα γίνεται αποδεκτή η θεολογική αυτή συμβολή; Τα προσυνοδικά κείμενα ήσαν φορτισμένα με την γνωστή προιστορία τους και τις ελλείψεις τους. Προϋπέθεταν και αντανακλούσαν την ιστορία των διαχριστιανικών θεολογικών διαλόγων, αποφάσεων και συμφωνιών. Δεν ήταν σωστό να ερμηνευθούν καθ’ εαυτά και αφ’ εαυτών. Η Σύνοδος αναμφιβόλως βελτίωσε τα προσυνοδικά κείμενα. Τα τελικά όμως συνοδικά κείμενα παρουσιάζουν ακόμη ασάφειες. Δεν πήραν «καθολική μορφή», με την οποία θα μπορούσαν να συντελέσουν στην «καθολική ενότητα» της Εκκλησίας και να αποκτήσουν την αναμενόμενη «καθολική ισχύ». Οι προσδοκίες μας από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο δεν εκπληρώθηκαν, παρά τις βελτιώσεις των προσυνοδικών κειμένων, θα θέλαμε οι αποφάσεις της Συνόδου να ημπορούν να περιληφθούν στο Συνοδικόν της Ορθοδοξίας». Επιπροσθέτως τίθεται ένα μείζον θέμα που ο Σεβ. Ναυπάκτου κ.κ. Ιερόθεος με την διακρίνουσα αυτόν σοφία και πιστότητα μας ανέφερε κατά την ιερατική σύναξη της Μητροπόλεώς μας την 10/11/2016 με θέμα την ενημέρωση του ευαγούς Κλήρου περί της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Το ουσιώδες ζήτημα είναι οι πεποιθήσεις αδελφών Αρχιερέων των Ορθοδόξων Εκκλησιών ότι η αληθής πίστις δεν αποτελεί απόλυτο προϋπόθεση για την μετοχή στην άκτιστη χάρι του εν Τριάδι Θεού, ότι η ετεροδοξία κέκτηται αληθές βάπτισμα, μυστηριακή δομή, αποστολική διαδοχή και ιερωσύνη και επομένως και η αίρεση είναι και αυτή «οδός προς σωτηρίαν». Οι θέσεις όμως αυτές ανατρέπουν πλήρως την θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων και των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων 2000 χρόνων και αποτελούν καθαρή υποβολή του διαμονικού περιπαίγματος προς ανατροπή της σωτηρίας του κόσμου. Επομένως οι συγκεκριμένοι εμφορούνται από την αίρεση του συγκρητιστικού οικουμενισμού και αποτελούν απόλυτο κίνδυνο για το Εκκλησιαστικό σώμα αλλά και τραγικό άλλοθι για την εμμονή των κακοδόξων στην αίρεσή τους. Αυτά βέβαια θα αποδειχθούν από την δημοσίευση των πρακτικών της Συνόδου και τότε θα τεθή το τεράστιο θέμα. Μπορούμε να έχουμε κοινωνία με εμφορουμένους από τέτοιες κακοδοξίες μη διακινδυνεύοντες την σωτηρία του ποιμνίου μας και τηρούντες τους όρκους της Αρχιερωσύνης μας; Έχω εν κατακλείδι την ταπεινή γνώμη μετά την παράθεσι των ανωτέρω ότι η λεγομένη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος θα πρέπει να θεωρηθή ως μία προσυνοδική διαδικασία και μόνον και να εργασθούμε όλοι ώστε να συγκληθή μία όντως Αγία και Μεγάλη Σύνοδος που θα θεραπεύση αστάθειες και ασάφειες καταδικάζουσα την παναίρεση του συγκρητιστικού Οικουμενισμού και διακηρύσσουσα παγκοσμίως ότι η μόνη οδός σωτηρίας και μετοχής στις άκτιστες ενέργειες του Θεού είναι η θεολογία των αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων της Αδιαιρέτου Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. + ο Πειραιώς ...