Η ζωή στην Εκκλησία είναι μια συνεχής πορεία, έξοδος εκ του οίκου και εκ της συγγενείας μας, προχώρημα, Πάσχα, διάβασι. Προχωρούμε από την άγνοια στη γνώσι. Και η γνώσι μάς φαίνεται λίγη. Και πάμε πέρα από τη γνώσι. Στην άγνοια την υπερτέραν πάσης γνώσεως. Προχωρούμε από την κακία στην αρετή. Και δεν μένομε εκεί. Δεν είναι σκοπός να αποκτήσωμε αρετές, σαν καλές συνήθειες τούτου του κόσμου, και να μας φάη ο θάνατος «εναρέτους». Σκοπός τής αρετής, μέσα στην Εκκλησία, είναι να οδηγήση τον άνθρωπο στην ταπείνωσι, που έλκει τη Χάρι και κάνει τον άνθρωπο πνευματοκίνητο, πνευματοφόρο, χριστοφόρο, θεόν κατά χάριν. Και βρίσκεται ο άνθρωπος υπέρ θάνατον, ενώ φέρει σάρκα και οστά. Ξεκινούμε από την ελευθερία, από τον αυθορμητισμό τον δικό μας. (Ανελε το αυτεξούσιον, και χάνεται ο άνθρωπος.) Και δεν μας αρκεί, δεν μας φτάνει η δική μας ελευθερία. Πράττομε και ενεργούμε και γινόμαστε πτώμα στη δράσι. Και οδηγούμαστε στην ανάπαυσι, στην ησυχία, την υπερτέραν πάσης ενεργείας. Με την πράξι και την ενέργεια φτάνομε εκεί όπου όλα γίνονται μόνα τους, ακόπως, «αυτομάτως». Και αφαιρείται το αυτεξούσιον από του ανθρώπου. Και οδηγείται ο άνθρωπος από το ούτε αρξάμενον ούτε παυσόμενον Πνεύμα. Και γίνεται κατά χάριν άναρχος και ατελεύτητος. Έγινε ένα με τον Θεό. Και είναι πάντα όσα ο Θεός, χωρίς της κατ’ ουσίαν ταυτότητος -χωρίς να είναι κατά την ουσία Θεός (άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής). Έτσι, έφυγε από τούτο τον κόσμο. Ανασαίνει τον καθαρό αέρα τής ελευθερίας τού άλλου κόσμου. Ζη σε άλλο κλίμα. Και, ταυτόχρονα, βρίσκεται σε τούτο τον κόσμο, την ιστορία, τον τόπο. Και κάθε πράγμα, απασχόλησι, γνώσι, αρετή, έχει νόημα, σημασία αιώνια. Γιατί λάμπει με την άκτιστη και άδυτη χάρι, και διακονεί στο μυστήριο της σωτηρίας τού σύμπαντος κόσμου. Και ενώ η ιστορία ολόκληρη και ο κόσμος όλος είναι μικρός και ελάχιστος μπροστά στον κάθε μικρό άνθρωπο, μπροστά σε κάθε μια ψυχή -«τί γαρ ωφελήσει άνθρωπον, εάν τον κόσμον όλον κερδήση και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;»- ταυτόχρονα, η κάθε λεπτομέρεια τούτου του κόσμου, και το πιο διαβατικό και πρόσκαιρο στοιχείο τής ζωής, για τον άνθρωπο αυτόν τον θεοφόρο, αστράφτει με την άδυτη λαμπηδόνα τού Αγίου Πνεύματος. Τα πάντα είναι τιποτένια: άοσμα, άχρωμα και άγευστα, χωρίς τη θεοποιό χάρι. Και το καθετί παρακατιανό μπορεί να λάμψη με όλο το ουράνιο κάλλος. Τότε, μέσα σ’ αυτόν τον χώρο, ο άνθρωπος αποκτά το «ίδιον μέγεθος», μπορεί να ζήση, να κινηθή, να δράση σε τούτο και τον άλλο κόσμο. Και τα πάντα γίνονται από τώρα δοξολογία. Και όλα αδιάκοπα τον οδηγούν προς τα εμπρός. Κουράζεται σωματικά για τον άλλο, και πνευματική αγαλλίασι γεμίζει την ψυχή του. Ησυχάζει, μένει μόνος με τον Θεό, και βρίσκεται μαζί με όλους τους αδελφούς του, ζώντες και κεκοιμημένους. Και τους βοηθά και βοηθιέται απ’ αυτούς. Γίνεται πτώμα στη δουλειά και δράσι, προσφερόμενος ολοκληρωτικά από αγάπη για τον άλλο. Και την ίδια ώρα βρίσκεται στην ησυχία τής βαθυτέρας ερήμου· η ίδια η δράσι τον φέρνει «εις την υπερέχουσαν πάντα νουν ειρήνην». Δρα πυρετωδώς και αναπαύεται ουρανίως. Δεν ζη για τον εαυτό του. Ζη για τον άλλο, και παίρνει ο εαυτός του τις πραγματικές, τις απεριόριστες και επεκτεινόμενες ακατάπαυστα διαστάσεις. Βρίσκεται στην άληκτη χαρά και θέωσι του μέλλοντος αιώνος, που ήδη άρχισε. Και όντας στη γη είναι δυναμική παρουσία, προζύμι τής Βασιλείας τού Θεού, που κάνει τη γη ουρανό. Δίνει μηνύματα ζωής με τον λόγο και τη σιωπή, με τη δράσι και την ησυχία: Ο θάνατος καταλύθηκε. Και ο άνθρωπος μπορεί από σήμερα να γίνη κοινωνός αυτής της χάριτος, δυνάμεως, δωρεάς. Μπορεί να διανοηθή, να δράση, να προοδεύση, να δημιουργήση πολιτισμό. Και όλα αυτά -δράσι, πρόοδο, πολιτισμό- τα βλέπει σχετικά, παροδικά, πρόσκαιρα. Έχουν όμως αιώνια, ανεκτίμητη αξία, όταν δεν κοροϊδεύουν τον άνθρωπο (δεν παρουσιάζωνται στον άνθρωπο σαν τέρμα και τέλος και πανάκεια), αλλά όταν όλα αυτά, ενσωματούμενα στην εν Χριστώ ζωή, γίνωνται βοηθητικά στο να πραγματοποιήση ο άνθρωπος τον προορισμό του, ως πρόσωπο και κοινότης, να φτάση στην κατά χάριν θέωσι, και να κάμη τη γη ουρανό από σήμερα. Όλοι χωρούν μέσα στην Εκκλησία, όλοι αγιάζονται. Δηλαδή, υπάρχει χώρος για τον ανήσυχο. Και τιμάται ήσυχα ο απλός. Βρίσκει ο ένας τον εαυτό του στην απλή ζωή τής Εκκλησίας, στην πρακτική αρετή. Και ο άλλος στη σκέψι, στη φιλοσοφία, και πέρα απ’ αυτήν. Ούτε τον ένα κουράζει με φιλοσοφίες που δεν του χρειάζονται, ούτε τον άλλο αφήνει χωρίς απάντησι στα προβλήματα που τον βασανίζουν. Και ο ένας και ο άλλος ζητούν την ίδια χάρι, έχουν ανάγκη από την ίδια δύναμι, που νίκησε και νικά τον θάνατο. Γι’ αυτό, δεν είναι υποχρεωτικά μεγάλοι Αγιοι οι πεπαιδευμένοι, ούτε μικροί οι ολίγων γραμμάτων. Μεγάλοι είναι οι ταπεινοί -αγράμματοι ή σοφοί- που έλαμψαν πληρούμενοι Πνεύματος Αγίου. Και έχουν την ίδια χάρι, και προσφέρουν την ίδια αγαλλίασι και τροφή ζωής οι απλοί Αγιοι που αναφέρονται στις ιστορίες τού Λαυσαϊκού και του Λειμωναρίου με τους μεγάλους νηπτικούς Πατέρας μας, που έγραψαν τις θεολογικές εκατοντάδες εκφραζόμενοι συμπεπυκνωμένα με λόγο φιλόσοφο και θαυμαστά γλαφυρό. Υπάρχουν άνθρωποι που έζησαν την επίγεια ζωή τους ήρεμα και όσια. Έκαμαν το μικρό τους διακόνημα, αγίασαν το σκεύος τής υπάρξεώς τους με ταπείνωσι και αγάπη. Έγιναν κοινωνοί θείας φύσεως. Αυτοί οι Αγιοι, οι πολλοί και ανώνυμοι της ιστορίας μας, μας συντηρούν στη ζωή. Είναι το έρμα στο καράβι τής προσωπικής και κοινοτικής μας υπάρξεως, που το κρατά σε ισορροπία και του δίδει τη δυνατότητα να ποντοπορή στις φουρτούνες των καιρών. Είναι αυτοί οι Αγιοι οι μεγάλοι άγνωστοι, που η ζωή τους κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ. Και όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και αυτοί θα φανερωθούν εν δόξη. Και τότε θα καταλάβωμε την ευεργεσία τής καλοσύνης τους· πώς μας συντηρούσαν οι ευλογίες και η χάρι που ερχόταν σε μας από τα λόγια και τη ζωή τους, από τους τάφους και τις ψυχές τους.