Το μπιριάνι, πάλι, είναι ένα μπριάμ με ρύζι, ενώ η φάβα, συνδυασμένη με το ρύζι, φτιάχνει το κέτσαρι από την αγιουβερδική κουζίνα, ένα άλλο κομμάτι της ινδικής. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι η ινδική κουζίνα περιλαμβάνει τη γιογκική, την αγιουβερδική, την παραδοσιακή ινδική και εσχάτως τη fusion, μια πιο μοντέρνα και «γκουρμέ» εκδοχή. Πώς συνδέεται η γιογκική κουζίνα με τη γιόγκα; Αν είσαι δάσκαλος της γιόγκα, αν χρειάζεσαι επιπλέον ενέργεια μέσα στην ημέρα, τότε η γιογκική διατροφή θα σε βοηθήσει, επειδή σου προσφέρει αυτή την ενέργεια μέσω των υλικών της και ταυτόχρονα ένα εύπεπτο φαγητό. Φυσικά, το ένα δεν προϋποθέτει το άλλο. Αν θες να ακολουθήσεις τη χορτοφαγική διατροφή, δεν είναι απαραίτητο να κάνεις γιόγκα και αν κάνεις γιόγκα, δεν υποχρεούσαι να τρως έτσι. Η βασική αρχή της γιόγκα είναι ότι δεν επεμβαίνει στον τρόπο ζωής κανενός. Το να κάνεις, όμως, γιόγκα συστηματικά σε οδηγεί στο να προσέχεις τη διατροφή σου. Ενας άνθρωπος που θα φάει το μεσημέρι παστίτσιο, το βράδυ μπριζολάκια και το απόγευμα γαλακτομπούρεκο δεν είναι αυτός που θα ακολουθήσει πιστά τη γιόγκα. Είναι εύκολο για έναν Ελληνα να προσαρμοστεί σε αυτό το μοντέλο διατροφής; Νομίζω πως ναι. Ο σύγχρονος άνθρωπος αποφάσισε να κάνει το φαγητό του φαστ φουντ, και όχι άδικα. Δεν θα καθήσει η νοικοκυρά να ασχοληθεί με το φαγητό όταν εργάζεται και έχει και παιδί. Ή όταν δεν έχει τα χρήματα να φτιάξει ένα ολοκληρωμένο μενού. Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε διδαχθεί κάποια απλά πράγματα. Η φάβα, το ρύζι, ένα μικρό ψωμάκι είναι εύκολα και σε κρατάνε. Η Ελληνίδα, όμως, δεν το ξέρει. Ξέρει να φτιάχνει φασολάδα, που είναι καλή γιατί έχει πρωτεΐνες, αλλά την προσφέρει στο τραπέζι μαζί με πολύ ψωμί και αυτό επιβαρύνει τον οργανισμό. Τα όσπρια δεν είναι δύσπεπτα αν μαγειρευτούν με τα μπαχαρικά που προανέφερα. Ή αν παραλείψετε το σκόρδο και το κρεμμύδι που προκαλούν φούσκωμα. Βάλτε σε μια κατσαρόλα λίγο λάδι, ρίξτε τα μπαχαρικά σας (στην αρχή χρησιμοποιήστε μικρότερη ποσότητα) και μόλις το σπίτι γεμίσει αρώματα, προσθέστε πρώτα τις πατάτες και μετά τα λαχανικά σας. Θα φτιάξετε ένα σάμσι, κάτι σαν το δικό μας μπριάμ, που μαζί με ένα ρύζι μπασμάτι αποτελεί ένα θρεπτικό και εύπεπτο φαγητό. Ποια είναι η αγαπημένη σας ελληνική συνταγή; Μου αρέσουν πολλές και τις μαγειρεύω. Αγαπώ ιδιαίτερα, όμως, τις πίτες. Τις φτιάχνω με λαχανικά ή σε στυλ σουφλέ. Πιστεύετε ότι το φαγητό μπορεί να αλλάξει την ψυχολογία, τη διάθεση; Σαφώς. Η φιλοσοφία του φαγητού έχει να κάνει με το ότι αλλάζει το άτομο, αλλάζει τα συναισθήματα. Και πρέπει να τρώμε όλα όσα μας αρέσουν, αλλά με μέτρο. Αν κάποιος πιέζει τον εαυτό του να μη φάει κάτι που θέλει, θα του προκληθεί άγχος και το άγχος θα δημιουργήσει τοξίνες στον οργανισμό. Τι αποκομίσατε από την ενασχόλησή σας με την ινδική κουζίνα; Αυτό που αποκόμισα είναι η γνώση πως για να γίνει το φαγητό νόστιμο και εύπεπτο χρειάζεται κάτι περισσότερο από τα μπαχαρικά που προανέφερα ή από τα αγνά και φρέσκα υλικά. Χρειάζεται αγάπη. Το φαγητό γίνεται νόστιμο γιατί βάζουμε αγάπη. Γιατί όταν μαγειρεύουμε χρησιμοποιούμε τα χέρια μας και μέσω αυτών εκλύεται ενέργεια. Δείτε πώς τρώνε τα μικρά παιδιά, με τα χέρια. Υπάρχει πιο νόστιμο πράγμα από την τηγανητή πατάτα που τρως με το χέρι; Αν δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε να μαγειρέψουμε, είναι προτιμότερο να μην το κάνουμε. Αν, πάλι, έχουμε φτιάξει κάτι από την προηγουμένη και το έχουμε φυλάξει στο ψυγείο, αξίζει να φτιάξουμε την ίδια μέρα μια βάση με μπαχαρικά και να το εμπλουτίσουμε. Το φαγητό είναι μια προσφορά. Πρέπει να είσαι ήρεμος. Είναι λάθος να φτιάχνουμε πολλά φαγητά για να εντυπωσιάσουμε τους φίλους μας σε κάποια γιορτή – γεμίζουμε το τραπέζι με γεύσεις που στο τέλος δεν ευχαριστιόμαστε. Είναι προτιμότερο να φτιάξουμε λίγα φαγητά, αλλά με καλή διάθεση. Η απλότητα είναι πιο σημαντική και στο φαγητό. To βιβλίο της Μαίρης Δεβολή «Η γιογκική κουζίνα» κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις Garuda Hellas.