Η κρισιολογία είναι η ραχοκοκαλιά της Ιστορίας, πάρτε ας πούµε τη Βίβλο. Αν δεν κάνουµε θεολογική ανάγνωση, διαπιστώνουµε συνεχή αναφορά σε κρίσεις. ∆ιαβάστε τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, ειδικά τις Προς Κορινθίους. Η πιο απλή προσέγγιση που µπορούµε λοιπόν να κάνουµε σήµερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, είναι: Ιδού άλλη µία κρίση! Και το µόνο πράγµα που µπορεί να κάνει ο κοινός θνητός είναι ή να εκπαιδευθεί να "διαβάζει" καταλλήλως κρίσεις, να αντιµετωπίζει δηλαδή τη ζωή ως µια εναλλαγή κρίσεων, µε υφέσεις, ή να νοµίζει κάθε φορά ότι του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι, όπως θα έλεγαν και οι Γαλάτες.» «Μας εκπαίδευσαν σε µια ουτοπία, ότι δήθεν το κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι µπορεί να είναι ανθόσπαρτο. Βεβαίως δεν πρέπει να ξεχνάµε ότι ο άνθρωπος είναι ον που ονειρεύεται, που φαντασιώνει· και πολύ καλά κάνει, είναι το µόνο ζώο άλλωστε που µπορεί να το κάνει.» «Η ελληνική κοινωνία έχει ζήσει κάτι πολύ απλό, που σχετίζεται µε την ψευδή συνείδηση, έννοια που υπάρχει στον µαρξισµό, σε δεύτερο επίπεδο. Πώς εξηγείται ότι ο εργάτης, που είναι δούλος του αφεντικού, ψηφίζει το κόµµα του αφεντικού; Γιατί ψηφίζει – να το πω λίγο λαϊκά – ∆εξιά; Λέει ο µαρξισµός: Επειδή έχει µια ψευδή συνείδηση. Οτι δήθεν ανήκει στην ίδια κοινωνική τάξη ή ευελπιστεί ότι ανήκει στην ίδια, στην οποία βεβαίως και δεν θα ανήκει ποτέ». Ο Καθηγητής ακούγεται αιρετικός όταν αναφέρεται στην κανονικότητα ορισµένων εκ των αυτοχείρων. «Αν σας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, µπορεί να µη στενοχωρηθείτε; Ο άνθρωπος έχει συναισθήµατα, διεργασίες, έχει µηχανισµούς άµυνας. Προς Θεού! Το γεγονός ότι κάποιος χάνει τη δουλειά του και δεν έχει ερείσµατα, βρίσκεται σε απελπισία και δίνει ένα σάλτο και πηδάει, το θεωρώ κανονικό. Αν έχει κατάθλιψη; Οχι, αυτές είναι κουβέντες των ψυχιάτρων. Εδώ στην Ελλάδα πάντως ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν έχουµε πολλές αυτοκτονίες είναι ότι υπάρχει ακόµη δοµή οικογενειακή, υποστήριξη από την οικογένεια». του Θανάση Καράβατου, avgi.gr (01.02.2016) 'Αποχαιρετώντας τον Θανάση Τζαβάρα' (…) Γνωριστήκαμε στο Παρίσι, μα η φιλία μας μέστωσε στη Θεσσαλονίκη, εκεί όπου, στα πρώτα χρόνια της επανόδου του από τη Γαλλία, μοίρασε αφειδώλευτα τη γνώση και το ήθος του στην ψυχιατρική και την ψυχολογία του ΑΠΘ, το μεστό και γλαφυρό του μάθημα, την αυστηρότητα των επιχειρημάτων και, συνάμα, το χιούμορ του με το οποίο έντυνε την αψάδα των θέσεων που υπερασπιζόταν με θέρμη. Να, όπως εκείνο το ευφυολόγημά του για την «ψυχανάλυση στη χώρα του υπαρκτού φροϋδισμού», την ψυχανάλυση στις ΗΠΑ. Κι όπως όταν, με θλίψη, παρατηρούσε τη σταδιακή μετατροπή του γιατρού σε βιαστικό τεχνοκράτη που παραμελεί την κλινική, που δεν μιλά και προ παντός δεν ακούει, αθροίζοντας απλώς εργαστηριακά ευρήματα, τότε αυτός τόνιζε, με πικρό χιούμορ, πως η ψυχιατρική είναι η «τελευταία» κλινική ιατρική ειδικότητα, επειδή (μπορεί να) σέβεται τον βασικό πυρήνα της ιατρικής, τη σχέση του γιατρού με τον άρρωστο. Ναι, η ψυχιατρική οφείλει να καρπωθεί όσα θετικά προσφέρουν οι νέες γνώσεις και τεχνολογίες, αλλά ας μην την απορροφήσει ο άκαμπτος τεχνοκρατισμός. Ήταν κι ο βασικός λόγος για τον οποίο αντιταχθήκαμε κι οι δυο στον στενό κορσέ των «ταξινομικών εγχειριδίων» που μετατρέπονται σε «συγγράμματα ψυχιατρικής», όπως οι διαδοχικές εκδόσεις των DSM (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders). (...) Η συνεργασία μας άρχισε στους χώρους της ιστορίας των επιστημών. Στόχος, που τον είχε πρωτοξεκινήσει ο Θανάσης, η αναζήτηση των ιχνών και των αποτελεσμάτων (στον επιστημονικό, αλλά και γενικότερα τον κοινωνικό χώρο) της εξ Εσπερίας «μετακένωσης» (κατά Κοραή) ή «δεξίωσης» (κατά Δημαρά) της ψυχανάλυσης και των πρώτων εννοιών της (νευρο-ψυχ)ιατρικής στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. O Θανάσης Τζαβάρας εξέφραζε πάντα τους δίκαιους φόβους του για τον τρόπο με τον οποίο γίνονται δεκτές oι επιστημονικές «βεβαιότητες», κυρίως «στην περιφέρεια της αγοράς της γνώσης που είναι η Ελλάδα». Την κοινή μας αυτή έγνοια μεταφέραμε στα σχετικά δημοσιεύματά μας. Για την ψυχανάλυση κυρίως του Θανάση, για τις πρώτες ψυχιατρικές και νευροψυχολογικές έννοιες τα δικά μου. Κυρίως όμως φάνηκε μέσα από την παρέμβασή μας στον εκδοτικό χώρο, το εγχείρημά μας να δημιουργήσουμε τη σειρά Τρίαψις Λόγος (αρχικά στον Οδυσσέα, κατόπιν στον Εξάντα), προγραμματίζοντας και εκδίδοντας –όπως «καταστατικά» το διατυπώσαμε– την έκδοση «πρωτότυπων ελληνικών δοκιμίων και επιλεγμένων μεταφράσεων ξένων κειμένων με κοινή αναφορά στις θεωρίες και τις πρακτικές που προτείνουν οι διάφοροι «επιστημονικοί» Λόγοι περί «ψυχής». Ο Λόγος της Ψυχανάλυσης, της Ψυχιατρικής και της Ψυχολογίας. Λόγος που (οφείλει να) είναι «πολεμικός», επιστημονικά κριτικός. Για να διαφοροποιείται από την αφέλεια μια διάχυτης ψυχο-λογίας του κοινού νου και την απάτη των ψευδο-επιστημονικών προτάσεων που διάφορες ψυχο-τεχνολογίες εισάγουν στην Αγορά». Σημαδιακό το ξεκίνημά μας με ένα βιβλίο του 1947, των εκδόσεων Καραβία, εξαντλημένο φυσικά από καιρό, που οι περισσότεροι αγνοούσαν, τότε, την ύπαρξή του. Ήταν πρόταση του Θανάση να ξαναφέρουμε στην επιφάνεια το εξαιρετικό σύγγραμμα των ψυχιάτρων Φώτη Σκούρα, Αθανασίου Χατζηδήμου, Ανδρέα Καλούτση και Γιώργιου Παπαδημητρίου που ήταν η Συμβολή στη μελέτη της ψυχοπαθολογίας της πείνας, του φόβου και του άγχους. Μέσα στην πενιχρή ελληνική βιβλιογραφία εκείνης της εποχής, η έρευνά τους στα χρόνια της Κατοχής και η θεωρητική επεξεργασία των αποτελεσμάτων της με βάση τα τότε σύγχρονα βιβλιογραφικά δεδομένα, στάθηκε για καιρό το πλέον πρωτότυπο και αυτόνομο δείγμα ελληνικού νευρο-ψυχιατρικού λόγου. Η συνέχεια έφερε το περιοδικό Σύναψις που διευθύνω, στην ιδρυτική ομάδα του οποίου ήταν κι ο Θανάσης Τζαβάρας, με στόχο να «συνάψει», αλλά όχι να «συγχωνεύσει» την ψυχιατρική, την ψυχανάλυση και τις νευροεπιστήμες. Πρώτο μέλημα του Θανάση ήταν ο άρρωστος, μα και η θεωρία, όπως και η ιστορία που, μπροστά στις ακρότητες, μπορούσε να είναι θεραπευτική. (…) του ψυχίατρου Δημήτρη N. Πλουμπίδη, ΑΠΕ, ΜΠΕ (05.02.2016) (…) Νομίζω ότι εκφράζω περισσότερους από τον εαυτό μου λέγοντας ότι η επιλογή της Γαλλίας, τότε, για σπουδές ειδικότητας στην ψυχιατρική και την νευρολογία συνδύαζε τρεις βασικές κατευθύνσεις, με άλλοτε διαφορετικό ειδικό βάρος για τον καθένα: την βαθειά κλινική παράδοση και το ξεκίνημα της ψυχοφαρμακολογίας την δεκαετία του 1950, τις μεγάλες τομές στην ψυχαναλυτική πρακτική που δέσποζαν διεθνώς και τις δημοκρατικές αλλαγές, το κίνημα ιδεών που έφερε ο Μάης του 1968. Σε αυτά μπορούμε να προσθέσουμε την παρότρυνση μιας σειράς παλαιότερων ψυχιάτρων που γνώριζαν την Γαλλία, όπως ο Π. Σακελλαρόπουλος, ο Γ. Βαξεβάνογλου ή ο Γ. Ν. Παπαδημητρίου (1912-1985) και βέβαια την αντιδικτατορική στάση που καθόρισε τη στάση της πλειοψηφίας. Ο Θανάσης Τζαβάρας μπορούσε να κινείται με άνεση και στα τρία πεδία που προανέφερα, να διατηρεί σχέσεις με την πλειάδα Ελλήνων διανοουμένων που ζούσαν στην Γαλλία και συγχρόνως να έχει μια βαθειά γνώση της ελληνικής κοινωνίας και των όσων την είχαν σημαδέψει, φτάνοντας πίσω ως τις παραδόσεις και τις νοοτροπίες παλαιότερων εποχών. Η άνεσή του στα διαφορετικά αυτά πελάγη, η ικανότητα να αντιλαμβάνεται τις ανάγκες του καθενός και να τον στηρίζει, ακόμα και η χρήση του χιούμορ αλλά και της προβοκάτσιας τον έκαναν κεντρικό πρόσωπο για πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους. (…) Η αγάπη του για την ιστορία και τα αρχεία που μοιραστήκαμε ήταν για μένα πηγή ιδεών και μεθοδολογικών επαναπροσδιορισμών, επίσης τα σπάνια και έγγραφα που περιείχε η τεράστια βιβλιοθήκη και το αρχείο του. Γράψαμε από κοινού, ο καθένας από την σκοπιά του για την Ιστορία της Ψυχανάλυσης στην Ελλάδα, σε τόμους που επιμελήθηκε ο Θανάσης («Ψυχανάλυση και Ελλάδα» 1984. «Ψυχανάλυση και Αριστερά: συγκλίσεις και αποκλίσεις» 2007). Η κοινωνική ανθρωπολογία, τομέας που μοιράστηκε με την Ελένη, κατέληξε επίσης στη συγγραφή μιας σειράς από άρθρα και βιβλία, αξιοποιώντας και το οικογενειακό, επιστολικό του αρχείο («Αγαπητέ αδελφέ Βασίλειε» 1999, «Οδός Ιπποκράτους» 2011, «Η αποασυλοποίηση στα χρόνια της φιλανθρωπίας - Χανσενικό χρονικό» 2012). (…) Τον Θανάση δεν τον φόβιζε η σύγκρουση, σπάνια όμως έφτασε στη ρήξη και παρά το γεγονός ότι δια του λόγου ή γραπτώς είχε εκφράσει την αντίθεση ή την δυσφορία του. Μια μεγάλη μου οφειλή προς τον Θανάση είναι ότι αυτός με παρότρυνε να καταθέσω το θέμα της διατριβής μου στην Ψυχιατρική Κλινική του ΕΚΠΑ, στον Καθηγητή Κ. Στεφανή, ανασκευάζοντας με επιχειρήματα αλλά και με λεξιλόγιο... καραγωγέα, τις όψιμες μετεφηβικές αντιρρήσεις μου περί ακαδημαϊκού κατεστημένου. Με λίγα λόγια του οφείλω την δυνατότητα ακαδημαϊκής καριέρας την δεκαετία του 1980. Στη συνέχεια υπήρξε ο συνήθης αποδέκτης των σκέψεων και των αμφιθυμιών μου για το Πανεπιστήμιο, όπως και εγώ κάποιων από τις δικές του. Δεν είναι εδώ ο τόπος για να αποτιμηθεί το επιστημονικό, συγγραφικό και εκδοτικό έργο του Θ. Τζαβάρα, η συνεισφορά του στην επιστημονική έρευνα, ψυχαναλυτική θεωρία και πρακτική (έλεγε σκωπτικά ότι έχουμε franchise επίσημη ψυχανάλυση στην Ελλάδα), την ιστορία των ιδεών ή την κοινωνική ανθρωπολογία. Σε τιμητικό τόμο αποτυπώνεται ο αριθμός των ανθρώπων που τον τιμούν και του αναγνωρίζουν οφειλές. Φιλόξενος και φίλος, ικανός να εκφράζει με ενάργεια την άποψη του δια του λόγου, αλλά και με την μιμική και τη γλώσσα του σώματος όταν δεν επιθυμούσε να εκφραστεί απευθείας. Από τους ανθρώπους που συνοψίζουν και σημαδεύουν την εποχή τους». του νευρολόγου Κώστα Πόταγα, ΑΠΕ - ΜΠΕ (05.02.2016) «Εάν η ζωή μας διαφέρει από τη ζωή των άλλων είναι που καήκαμε σε πιο δυνατή φωτιά» άρεσε στον Τζαβάρα να λέει. Υπήρχε κάποια αυταρέσκεια, υπήρχε όμως πίκρα; Αναρωτιόμουν συχνά όταν τον άκουγα να το λέει, γιατί τον ζήλευα. Γιατί τι περισσότερο θα μπορούσε να ονειρευτεί κανείς στη θέση του Τζαβάρα, στη θέση του γιατρού, του νευρολόγου, του ψυχιάτρου, του συγγραφέα, από την καταξίωση του Τζαβάρα, από την αναγνώριση και την εκτίμηση της οποίας έχαιρε; Ζηλεύει κανείς τον δυναμισμό, τη δημιουργικότητα, την αποτελεσματικότητα, τη ζωντάνια, τις ιδέες, το ταλέντο, την ηγετική μορφή, τη συγκίνηση που προκαλεί ο λόγος του δάσκαλου. Λοιπόν, κάποιος είπε πως το ταλέντο το κρίνουν οι άλλοι σε σένα, εσύ το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι δουλειά. Και δουλειά ο Τζαβάρας είχε ρίξει πολλή. Μου διηγόταν ότι ο Εκάν - ο δάσκαλος, γιατί και ο Τζαβάρας είχε δάσκαλο - του ανέθετε συχνά πυκνά στο τέλος της μέρας να του παρουσιάσει την επομένη το πρωί το τάδε καινούριο βιβλίο που μόλις είχε κυκλοφορήσει ή που μόλις είχε φτάσει στο Παρίσι από τις ΗΠΑ, και ο Τζαβάρας καθόταν και το διάβαζε όλη νύχτα. Είχε ήδη φύγει πριν κάμποσα χρόνια όταν εγώ έφτασα στη Γαλλία. Είχε φύγει για να επιστρέψει στην Αθήνα ελπίζοντας στην ακαδημαϊκή καριέρα στον τόπο «που ο γιος του θα μιλούσε τη γλώσσα του», και είχε γευτεί ήδη την μεγάλη απογοήτευση. Όλοι στο Νοσοκομείο της Σαλπετριέρ μού μιλούσαν για κάποιον Ατανάζ Τζαβαράς, τον «κινητήριο μοχλό» του εργαστηρίου (αντίπαλου εργαστηρίου, στο Νοσοκομείο της Σαιντ Ανν) του θρυλικού Ανρί Εκάν - που τότε είχε πρώιμα πεθάνει. Φίλοι του Τζαβάρα - πλήθος, τους έβρισκα παντού - αλλά και ένας τουλάχιστον επαγγελματικός «εχθρός» του, υποκλίνονταν στο «τρομαχτικό ταλέντο» του στα μαθήματα. Η γνώμη που ως φοιτητής είχα σχηματίσει για τον Τζαβάρα που ασχολιόταν με την «Ψυχανάλυση στην Ελλάδα» και ήταν πασίγνωστος σε όλους τους διανοούμενους και τους φοιτητικούς κύκλους, ένα είδος «γκουρού» των κουλτουριάρηδων νεολαίων, αναγκάστηκε να υποχωρήσει μπροστά σε αυτόν τον γνήσιο γαλλικό θαυμασμό για τον νευρολόγο και τον νευροψυχολόγο. Μου αποκαλύφθηκε ένας Τζαβάρας δοκιμασμένος νοσοκομειακά και ερευνητικά στο Παρίσι, σε καθιερωμένες δομές του εθνικού ιδρύματος ιατρικών ερευνών, σε αντίθεση με τον Τζαβάρα της Αθήνας, τον κοινωνικά αναγνωρισμένο αλλά εκτός θεσμών. Πίκρα και δημιουργία: Ο Τζαβάρας έγινε έκτοτε για μένα το πρότυπο δουλειάς και δημιουργίας και, ταυτόχρονα, το παράδειγμα αυτού που είχα δει και ξαναδεί στην περίπτωση της μητέρας μου και πολλών που είχαν «άδικα» επιστρέψει στην Ελλάδα, που πάντα μας πληγώνει, αυτής της απογοήτευσης για τη θεσμική Ελλάδα που δεν δέχεται μεταλαμπαδεύσεις. Ο Θανάσης αγωνιζόταν για μια βιωμένη «μετακένωση», δούλευε για να υπάρξει «εντόπιος λόγος» και όχι μετάφραση. Παρεμπιπτόντως, αυτή ήταν από τις πρώτες μας διαφωνίες, εγώ τότε πίστευα ότι αφού όλα έχουν ειπωθεί ας τα φέρουμε και ας μην είμαστε υπερόπτες. Στην ουσία του Τζαβάρα: Όλοι ξέραμε ...