Τι Είναι Οι Υγιείς Εργαζόμενοι
Οι υγιείς εργαζόμενοι είναι πιο αποδοτικοί και η απόδοσή τους είναι περισσότερο ποιοτική, τα λιγότερα εργατικά ατυχήματα και ασθένειες οδηγούν σε λιγότερες αναρρωτικές άδειες με αποτέλεσμα μικρότερες δαπάνες και μικρότερη αποδιοργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας και η μείωση των τραυματισμών και των ασθενειών σημαίνει λιγότερες ζημιές και λιγότερες υποχρεώσεις για την αποκατάστασή τους.Πρόληψη εργατικών ατυχημάτωνΗ συγκροτημένη διαχείριση των κινδύνων για την υγεία και την ασφάλεια αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην επίτευξη πρόληψης εργατικών ατυχημάτων.Η διαχείριση αυτή εμπεριέχει τη διαμόρφωση συγκεκριμένης πολιτικής, τον καθορισμό στόχων όσον αφορά την υγεία και την ασφάλεια, την παροχή επαρκών πόρων για την υλοποίηση της πολιτικής, την ενσωμάτωση της υγείας και της ασφάλειας σε όλα τα επίπεδα των καθηκόντων διαχειριστικής λειτουργίας και λήψης αποφάσεων, την παροχή συμβουλών στους εργαζόμενους και την παρακολούθηση και αναθεώρηση της πολιτικής προκειμένου να ελέγχεται η αποτελεσματικότητά της και το σύνολο του συστήματος.Καθοριστική στην αποτελεσματική διαχείριση και εφαρμογή των πολιτικών για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία είναι και η συμμετοχή των εργαζομένων. Η διαβούλευση με το ανθρώπινο δυναμικό και η αξιοποίηση των γνώσεων των εργαζομένων μπορεί να βοηθήσει στον προσδιορισμό των κινδύνων και στην υλοποίηση εύχρηστων λύσεων. Εκτίμηση επικινδυνότητας και οφέληΝομικές, ηθικές αλλά και πιέσεις που προέρχονται από τον ανταγωνισμό, έχουν οδηγήσει τις σύγχρονες επιχειρήσεις να προβαίνουν σε έλεγχο της επικινδυνότητας που πηγάζει από τις δραστηριότητές τους. Η πλειοψηφία των οργανισμών επιδιώκει τη συμμόρφωση με τη σχετική νομοθεσία, κοινοτική ή εθνική ενώ παράλληλα αντιλαμβάνεται τα οφέλη που μπορεί να επιφέρει μία συστηματική προσέγγιση ως προς το σύστημα διαχείρισης Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία.Η μείωση του χαμένου χρόνου από ασθένειες και ατυχήματα, το βελτιωμένο ηθικό των ανθρώπων, η μείωση των ασφαλιστικών διεκδικήσεων και τα μειωμένα ασφάλιστρα είναι ορισμένα από τα οφέλη που αποκομίζουν οι επιχειρήσεις από μια συστηματική προσέγγιση στην εκτίμηση της επικινδυνότητας και στη διαχείριση των κινδύνων.Ακόμα, η πρόληψη τυχόν εργατικών ατυχημάτων, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγικότητας και η διαμόρφωση ενός ασφαλούς εργασιακού περιβάλλοντος τόσο για τους συνεργάτες όσο και για τους επισκέπτες, αποτελούν βασικά οφέλη για την επιχείρηση που μεριμνά για τη διατήρηση ενός ασφαλούς εργασιακού περιβάλλοντος.OHSAS 18001Δεδομένου ότι η διασφάλιση της υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων αποτελεί μείζον θέμα για τις σημερινές επιχειρήσεις, η εφαρμογή ενός συστήματος διαχείρισης υγείας και ασφάλειας στην εργασία σε κάποιες χώρες αποτελεί νομοθετική απαίτηση ενώ πολλές επιχειρήσεις εφαρμόζοντας ένα τέτοιο σύστημα επιδιώκουν απλά να μειώσουν τα συμβάντα στο σύνολό τους.Το OHSAS 18001, το οποίο εκδόθηκε το 1999 και αναθεωρήθηκε το 2007, αποτελεί ένα από τα πιο αναγνωρισμένα πρότυπα διεθνώς για τα Συστήματα Διαχείρισης Υγείας και Ασφάλειας στην Εργασία. Το διεθνές αυτό πρότυπο διαχείρισης προδιαγραφών (standards) OHSAS 18001 (Occupational Health Safety Assessment System) δημιουργήθηκε από την ανάγκη για ένα σύστημα που θα περιλαμβάνει διεθνώς αναγνωρισμένες προδιαγραφές για την Υγιεινή και Ασφάλεια βάσει του οποίου θα μπορούν οι επιχειρήσεις να οργανωθούν και να πιστοποιηθούν.Μέσα από την εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος, η εκτίμηση της επικινδυνότητας και η διαχείριση κινδύνων προσεγγίζεται περισσότερο συστηματικά, συμβάλλοντας στην παροχή ασφαλούς περιβάλλοντος στο χώρο της εργασίας.Επιπλέον, η διαχείριση της υγείας και ασφάλειας γίνεται πιο ξεκάθαρη και αποτελεσματική μετατρέποντας τα αποτελέσματα των επιθεωρήσεων σε πλάνα ενεργειών, με σκοπό τη μείωση του ρίσκου των ατυχημάτων. Τέλος, με την εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος, επιτυγχάνεται μεγαλύτερη συμμόρφωση με τη νομοθεσία, αποφεύγεται η επιβολή προστίμων και αποζημιώσεων και βελτιώνεται η εικόνα της επιχείρησης προς το ευρύ κοινό, τις αρμόδιες αρχές και κάθε εμπλεκόμενο (επενδυτές, μέτοχοι κτλ).Ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσίαΝομική βάση των οδηγιών της ΕΕ για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία είναι το άρθρο 153 της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ (πρώην άρθρο 137 ΣΕΚ). Βάσει του άρθρου αυτού, έχουν εγκριθεί πολλές οδηγίες της ΕΕ οι οποίες καθορίζουν τις ελάχιστες απαιτήσεις στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας για την προστασία των εργαζομένων και θεμελιώδεις αρχές, όπως η αρχή της πρόληψης και εκτίμησης κινδύνων καθώς και υποχρεώσεις για τους εργοδότες και τους εργαζόμενους. Τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να θεσπίζουν αυστηρότερους κανόνες για την προστασία των εργαζομένων κατά τη μεταφορά των οδηγιών της ΕΕ στα εθνικά τους δίκαια.Συνεπώς, οι νομοθετικές επιταγές στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία μπορεί να διαφέρουν μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών της ΕΕ. Οι οδηγίες αυτές θεσπίζουν τις ελάχιστες απαιτήσεις και θεμελιώδεις αρχές, όπως η αρχή της πρόληψης και εκτίμησης κινδύνων καθώς και υποχρεώσεις για τους εργοδότες και τους εργαζόμενους. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία στην ιστοσελίδα του αναφέρει ότι οι πρώτες οδηγίες της ΕΕ για την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία εγκρίθηκαν βάσει των γενικών διατάξεων περί εναρμόνισης της αγοράς (πρώην άρθρα 100 και 100α ΣΕΚ), καθώς μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 η συνθήκη δεν προέβλεπε ρητές νομοθετικές αρμοδιότητες στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία.Μέχρι τότε, η επαγγελματική ασφάλεια και υγεία θεωρείτο κομμάτι της εναρμόνισης της αγοράς και των οικονομικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Σημαντικό βήμα προόδου αποτέλεσε η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1987 η οποία θέσπισε νέα νομική διάταξη για την κοινωνική πολιτική στη συνθήκη προωθώντας τη «βελτίωση, ιδίως του χώρου της εργασίας, για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων». Με την προσθήκη της εν λόγω διάταξης στη συνθήκη καταδεικνύεται η σπουδαιότητα των ασφαλών εργασιακών συνθηκών.Επιπλέον, το νέο κοινωνικό κεφάλαιο έδωσε τη δυνατότητα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προωθήσει τον κοινωνικό διάλογο μεταξύ εργοδοτών και εκπροσώπων των εργαζομένων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με τη συνθήκη του ’μστερνταμ το 1997, οι νομοθετικές αρμοδιότητες στους τομείς των ευρωπαϊκών κοινωνικών πολιτικών ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο με την ενσωμάτωση της κοινωνικής συμφωνίας στη συνθήκη ΕΚ. Η συνθήκη της Λισαβόνας διατήρησε την ουσία των διατάξεων των πρώην άρθρων 136 και επόμενα της συνθήκης ΕΚ.Σε εθνικό επίπεδο, τα θέματα ασφάλειας και υγείας του ανθρώπινου δυναμικού αναφέρθηκαν για πρώτη φορά το 1911 με το νόμο «Περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και περί ωρών εργασίας» και ακολούθησαν νόμοι και διατάγματα που καθορίζουν τις υποχρεώσεις των εργοδοτών σχετικά με τα απαραίτητα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν για την προστασία των εργαζομένων.Ο πρώτος σημαντικός νομοθετικός σταθμός στην Ελλάδα είναι ο νόμος 1568/1985 «Υγεία και Ασφάλεια των εργαζομένων» με τον οποίο δίνεται άλλη διάσταση στην αντιμετώπιση και καθιέρωση των θεμάτων αυτών τόσο σε εθνικό όσο και σε επίπεδο επιχείρησης. Ψυχοκοινωνικά προβλήματαΤις τελευταίες δεκαετίες οι αλλαγές στον τρόπο εργασίας έχουν οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων που σχετίζονται με την εργασία στην Ευρώπη. Ο αυξημένος φόρτος εργασίας, η ανασφάλεια, οι συγκεχυμένες απαιτήσεις από την απόδοση στην εργασία και οι συνεχείς αλλαγές στα εργασιακά δεδομένα αποτελούν ορισμένα παραδείγματα ψυχοκοινωνικών κινδύνων, οι οποίοι έχουν συνέπειες τόσο για την επιχείρηση όσο και για το άτομο.Τα ψυχολογικά προβλήματα, το άγχος, οι διαταραχές ύπνου και οι διάφορες ασθένειες είναι κάποιες από τις πιθανές επιπτώσεις από τα προβλήματα αυτά ενώ οι συνέπειες για την εταιρεία είναι τα προβλήματα παραγωγικότητας, συνεργασίας, η αύξηση στην εναλλαγή του προσωπικού (staff turnover) και στον αριθμό των ατυχημάτων.Οι ψυχοκοινωνικοί κίνδυνοι που οφείλονται στην εργασία έχει αναγνωριστεί ότι αποτελούν μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες προκλήσεις για την υγεία και την ασφάλεια και σχετίζονται με προβλήματα στο χώρο εργασίας, όπως το εργασιακό άγχος, η βία, οι παρενοχλήσεις και ο εκφοβισμός. Επιπλέον, το άγχος σχετίζεται με υστέρηση στην απόδοση, αύξηση των απουσιών και των ατυχημάτων.Όπως αναφέρεται από το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας, το άγχος που οφείλεται στην εργασία, συγκαταλέγεται στις συχνότερα αναφερόμενες αιτίες ασθένειας των εργαζομένων, επηρεάζοντας πάνω από 40 εκατομμύρια άτομα σε όλη την ΕΕ. Σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ, ο εργοδότης είναι υπεύθυνος για κάθε πτυχή της υγείας και της ασφάλειας στο χώρο εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των ψυχοκοινωνικών θεμάτων.Το 2004 οι ευρωπαίοι κοινωνικοί εταίροι κατέληξαν στη Συμφωνία Πλαίσιο για το Εργασιακό ’γχος και αποτελεί το αποτέλεσμα μίας βασικής συναίνεσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συμφωνίας, σε μία ανάλυση των προβλημάτων από το εργασιακό άγχος συμπεριλαμβάνονται οι παράγοντες οργάνωση και διαδικασίες εργασίας, συνθήκες εργασίας και εργασιακό περιβάλλον, επικοινωνία και υποκειμενικοί παράγοντες. Αν εντοπιστεί ένα πρόβλημα εργασιακού άγχους, πρέπει να αναληφθεί δράση για να αποτραπεί, να εξαλειφθεί ή να μειωθεί. Η ευθύνη για τον καθορισμό των κατάλληλων μέτρων βαρύνει τον εργοδότη.Τα μέτρα περιλαμβάνουν τη διαχείριση και επικοινωνία, την κατάρτιση διοικητικών στελεχών και εργαζομένων και την παροχή πληροφοριών. Η αποτελεσματική διαχείριση, η ισορροπημένη κατανομή των καθηκόντων, η συμμετοχή των εργαζομένων, η ανάπτυξη των ικανοτήτων, η πληροφόρηση και η συγκέντρωση παρατηρήσεων και σχολίων (feedback) είναι ορισμένα προληπτικά μέτρα που μπορούν να ληφθούν στους κόλπους ενός οργανισμού. Οι εργοδότες οφείλουν να διενεργούν τακτικούς ελέγχους και να διερευνούν και να εκτιμούν τους κινδύνους μέσω συζητήσεων, συνεντεύξεων, παρατηρήσεων, λιστών ελέγχου ή ερωτηματολογίων.Ψυχολογική κακομεταχείριση και βίαΗ παρενόχληση στο χώρο εργασίας αποτελεί ένα ευρέως διαδεδομένο πρόβλημα το οποίο μπορεί να πάρει πολλές μορφές μεταξύ των εργαζομένων σε όλα τα ιεραρχικά επίπεδα. Μπορεί να είναι σεξουαλικής, σωματικής ή ψυχολογικής μορφής και να εκφράζεται με επαναλαμβανόμενα πειράγματα, εκφοβισμό, επιθετικότητα, με διάφορες μορφές κατάχρησης και βίας.Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία ορίζει την παρενόχληση στο χώρο εργασίας ως την «επαναλαμβανόμενη αδικαιολόγητη συμπεριφορά προς έναν εργαζόμενο ή ομάδα εργαζομένων που προκαλεί κινδύνους για την υγεία και την ασφάλειά του. Η παρενόχληση ενέχει συχνά το στοιχείο της αθέμιτης χρήσης ή κατάχρησης εξουσίας από την οποία τα θύματα ενδέχεται να αδυνατούν να προστατευτούν». Οι Gary και Ruth Namie ορίζουν την Εργασιακή Ψυχολογική Κακομεταχείριση ως «επαναλαμβανόμενη, βλαβερή στην υγεία δυσμενή μεταχείριση, λεκτική επίθεση, η επαφή που είναι απειλητική, εξευτελιστική, εκφοβιστική ή που σαμποτάρει όσα αφορούν την εργασία ή κάποιος συνδυασμός των τριών αυτών συμπεριφορών».Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας αναφέρει ότι το ποσοστό των περιπτώσεων όπου υπάρχει ισχυρισμός για κακομεταχείριση και παρενόχληση των εργαζομένων στο χώρο εργασίας ανέρχεται στο 5%. Αυτού του είδους η εργασιακή συμπεριφορά προκαλεί πολλά προβλήματα στην υγεία των εργαζομένων και κατά συνέπεια κόστος στην επιχείρηση στην οποία συμβαίνει. Το υπερβολικό άγχος είναι το κυρίαρχο σύμπτωμα και μαζί του όλα τα συνεπακόλουθα: αδυναμία συγκέντρωσης, έλλειψη κινήτρου στην εργασία, μείωση της αποδοτικότητας κτλ. Για την επιχείρηση, εκτός από το οικονομικό κόστος που συνεπάγεται αυτή η κατάσταση, «δηλητηριάζεται» όλο το εργασιακό κλίμα και όχι μόνο ο εργαζόμενος που δέχεται την παρενόχληση.Όσον αφορά τη σωματική βία, την τελευταία δεκαετία, ο αριθμός των περιστατικών βίας στο χώρο εργασίας παρουσιάζει πτωτική τάση, με τον αριθμό να παραμένει σχετικά σταθερός τα τελευταία πέντε χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Βρετανικής Έρευνας για την Εγκληματικότητα (British Crime Survey-BCS) για το 2010/11, την περίοδο αυτή σημειώθηκαν περίπου 313.000 απειλές βίας σε βρετανούς εργαζόμενους (μειωμένες κατά 15% από το προηγούμενο έτος) και 341.000 σωματικές επιθέσεις (αριθμός αυξημένος κατά 10% από την προηγούμενη χρονιά).Υπολογίζεται ότι το 43% των ατόμων που δέχθηκε επίθεση ή απειλή βίας, είχε υπάρξει θύμα στο παρελθόν. Σύμφωνα με τα στοιχεία της BCS η ηλικιακή ομάδα που βρίσκεται σε υψηλότερο κίνδυνο για να πέσει θύμα βίας είναι 25-34 για τους άνδρες και 55-59 για τις γυναίκες. Εκστρατεία για τους ψυχοκοινωνικούς κινδύνουςΗ Επιτροπή Ανωτέρων Επιθεωρητών Εργασίας (Senior Labour Inspectors - SLIC) συμφώνησε να πραγματοποιήσει το 2012 μία εκστρατεία επιθεωρήσεων σχετικά με τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα. Μία ομάδα εργασίας με εκπροσώπους 12 κρατών μελών ...
Πηγή hrpro.gr >>>