Η ζαφορά είναι το στίγμα του λουλουδιού του φυτού κρόκος και είναι ιδιαίτερα ακριβό προϊόν. Αυτά τα βότανα ήταν διαθέσιμα στην Ευρώπη πολύ καιρό πριν το εμπόριο με την Ασία γίνει σημαντικό. Τα ακόλουθα θεωρούνται κατά κανόνα ντόπια μεσογειακά φυτά, όμως μερικά βρίσκονται σε ανοιχτή αμφισβήτηση όπως το κύμινο ή ακόμα η παρουσιαζόμενη «τυπικά μεσογειακή» ελιά. Δενδρολίβανο (Rosmarinus officinalis) Ajwain (Trachyspermum ammi) Γλυκάνισο (Pimpinella anisum) Κορίανδρος (Coriandrum sativum) Κύμινο (Cuminum cyminum) Μάραθο (Foeniculum vulgare) Ήσσωπος (Hyssopus officinalis) Κάρδαμο (Lipidium sativum) Λεβάντα (Lavandula angustifolia) Μαχλέπι (Prunus mahaleb) Μυρτιά (Myrtus communis) Νιγκέλα (Nigella sativa) Ρίγανη (Origanum vulgare) Ελιά (Olea europea) Ρόκα (Eruca sativa) Δενδρολίβανο (Rosmarinus officinalis) Απήγανος (Ruta graveolens) Φασκόμηλο (Salvia officinalis) Ζαφορά (Crocus sativus) Θρούμπι (Satureja hortensis) Σουμάκι (Rhus coriaria) Θυμάρι (Thymus vulgaris) Άλλα ενδιαφέροντα μεσογειακά φυτά είναι τα εξής: Το μαύρο λεβίστικο (Smyrnium olusatrum, οικ. Apiaceae) είναι παρόμοιο με το λεβίστικο και το σέλινο, και έχει αρωματικές ρίζες, φύλλα και καρπούς. Σήμερα, η μαγειρική σπουδαιότητα (σημασία) αυτού του βοτάνου είναι χαμηλή. Η μαστίχα είναι μία ρητίνη που λαμβάνεται από το φυτό Pistacia lentiscus var. chia (οικ.Anacardiaceae), ένα δέντρο που αναπτύσσεται μόνο στο νησί της Χίου, στην ανατολική Ελλάδα, αν και συλλέγονται χαμηλότερες ποιότητες από συγγενικά είδη. Ήταν σημαντικό είδος στο μεσαίωνα (12ο-15ο αιώνα), αλλά τώρα χρησιμοποιείται κυρίως στην ελληνική κουζίνα. Το βληχούνι ή φλισκούνι, (Mentha pulegium) (οικ. Lamiaceae), διαφέρει χαρακτηριστικά (αξιοσημείωτα) από την μαγειρική μέντα. Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα στην ρωμαϊκή κουζίνα. Παρά την ήπια τοξικότητά του είναι ένα παραδοσιακό βότανο στην Βρετανία. Η καλαμίνθη ή αγριοδυόσμος, Calamintha nepeta, είναι ένα αρωματικό βότανο που χρησιμοποιείται στην περιφερειακή ιταλική κουζίνα (nepitella). Το άρωμά του θυμίζει τη σχέση του με βότανα της οικογένειας των χειλανθών, όπως το θυμάρι, τη μέντα ή τη ρίγανη. Οι κουκουναρόσποροι (pignoli) είναι οι σπόροι που συλλέγονται από το μεσογειακό πεύκο (κουκουναριά) (Pinus pinea, οικ. Pinaceae/Pinales). Στην εύκρατη Ασία χρησιμοποιούνται επίσης συγγενή του πεύκου είδη. Έχουν μια υπέροχη αιθέρια-αρωματική γεύση και ιδιαίτερα σημαντικά στην ισπανική και την ιταλική κουζίνα, για παράδειγμα στα pesto. Η αντράκλα ή γλυστρίδα (Portulaca oleracea, οικ. Portulacaceae/Caryophyllales) είναι ένα εποχιακό βότανο με πιθανή καταγωγή από τα Ιμαλάϊα, αλλά σήμερα έχει εγκλιματιστεί στην δυτική Ασία και στη νότια Ευρώπη. Αν και συχνά τρώγεται μαγειρεμένο σαν λαχανικό, τα ωμά φύλλα και κοτσάνια έχουν τραγανή υφή και μια αλατώδη φρέσκια γεύση που τα κάνει καλή γαρνιτούρα σε μεσογειακά κρύα πιάτα, όπως West Asian appetizers. Τα ανθισμένα μπουμπούκια είναι πιο γευστικά και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν αντικαταστάτες της κάπαρης. Το κρίταμο ή κρίτανο (Crithmum maritimum, οικ. Apiaceae) συναντάται κατά μήκος όλων των ακτών της Ευρώπης, από τον Ατλαντικό ωκεανό μέχρι τη Μαύρη θάλασσα Τα φύλλα είναι χυμώδη με αλμυρή αρωματική γεύση και έγινε στο παρελθόν δημοφιλές μυρωδικό για σαλάτες και τουρσιά, ήταν πιο διαδεδομένο στην Βρετανία και σήμερα είναι ακόμη διάσημο στη Μεσόγειο....