Το Μούρεσι είναι απέναντι από τη Χαλκιδική, όταν έχει βοριαδάκι βλέπουμε το Άγιον Όρος με το συννεφάκι του. Οι πλαγιές είναι γεμάτες καστανιές, μηλιές, αχλαδιές, βερικοκιές και συκιές που μοσχοβολούνε καλοκαίρι και οι αυλές είναι γεμάτες τεράστιες ορτανσίες και υπερφορτωμένες γαρδένιες με ξεσηκωτικό άρωμα. Η θάλασσα κάτω είναι μεγάλη και οι παραλίες φιλόξενες και μαγικές. Τα νερά είναι βαθιά και τόπους - τόπους παγωμένα. Κολυμπάς και τα μάτια σου μια αντικρίζουν το πέλαγος και μια τις πράσινες τούφες των δέντρων που φτάνουν χαμηλά ως την ακροθαλασσιά. Τα μονοπάτια που κατηφορίζουν τις πλαγιές είναι βγαλμένα από τους μύθους με Κένταυρους και Νύμφες. Η κατάβαση είναι ευχάριστος περίπατος. Βατόμουρα και οπωροφόρα μάς καθυστερούν βάζοντάς μας σε μεγάλο πειρασμό. Υπάρχει όμως και η επιστροφή, η ανηφόρα, που δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση.... Τα βράδια βγαίνουν οι γρύλοι και οι μπάκακες, μεγάλα δυσκίνητα βατράχια που μοιάζουν με προϊστορικά ζώα. Η ησυχία της νύχτας προς τα τέλη Ιουλίου χάνεται για δυο-τρεις μέρες. Είναι το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα και τα όργανα ακούγονται από την πλατεία μέχρι τις μικρές πρωινές ώρες. Άλλες φορές, πάλι, συνήθως τον Αύγουστο με τα μελτέμια, ακούγονται μέχρι ψηλά στο χωριό τα κύματα που σκάνε στα βράχια της Νταμούχαρης. Νταμούχαρη, ένα από τα πιο όμορφα μέρη που έχουν δει τα μάτια μου. Ελιές και λεμονιές φτάνουν μέχρι την παραλία με τις μεγάλες άσπρες πέτρες στο παλιό λιμάνι. Ο χρόνος έχει σταματήσει σαστισμένος από τη γλύκα και την αρμονία. Και τότε σκέφτομαι πως όταν είμαι εδώ, δε μου λείπει τίποτα. Κάθε φορά που ανεβαίνω στο Πήλιο θυμάμαι τους στίχους του αγαπημένου μου ποιητή Ε.Ε. Cummings «...τώρα τα αυτιά των αυτιών μου ξυπνούν και τώρα τα μάτια των ματιών μου ανοίγουν» Ίσως γι’ αυτό κάθε φορά που ανεβαίνω, γράφω τραγούδια....