|
Πώς επιλέγουμε πλατφόρμα υλοποίησης εφαρμογών Internet
16/3/2001 (Κριτήρια επιλογής hardware & software)
Γιώργος Επιτήδειος,
gepiti@gepiti.com
Όταν μια εταιρεία θέλει να δημιουργήσει ένα ηλεκτρονικό κατάστημα ή να προσφέρει κάποια άλλη υπηρεσία στους συνδρομητές του δικτύου (π.χ. πλειστηριασμοί, portal, job site κ.λπ.) έχει συνήθως να επιλύσει δύο δύσκολα προβλήματα:
Να αποφασίσει αν θα προμηθευτεί έτοιμο λογισμικό ή αν θα αναπτύξει μια δική της εφαρμογή.
Να επιλέξει ποιο hardware και λογισμικό (λειτουργικό σύστημα, εφαρμογές βάσης δεδομένων κ.λπ.) θα χρησιμοποιήσει
Πρόβλημα 1: Έτοιμο λογισμικό ή ανάπτυξη από το μηδέν;
Τα πλεονεκτήματα της επιλογής έτοιμου λογισμικού είναι:
Χαμηλότερο κόστος (συνήθως)
Εγγυημένη απόδοση (επειδή το χρησιμοποιούν και άλλοι είναι ευκολότερο να πληροφορηθούμε από αυτούς τα προτερήματα και τα ελαττώματά του)
Καλή υποστήριξη (αν ο κατασκευαστής είναι μια μεγάλη και επώνυμη εταιρεία)
Αυξημένες δυνατότητες (ενσωματώνει όχι μόνο τις ιδέες του κατασκευαστή, αλλά και τις γνώσεις, εμπειρίες και απαιτήσεις των πελατών του)
Τα πλεονεκτήματα της δημιουργίας λογισμικού από το μηδέν είναι:
Διαφοροποίηση (μπορείς να δημιουργήσεις κάτι που δεν υπάρχει πουθενά αλλού και να ξεχωρίσεις από τον ανταγωνισμό)
Ταχύτητα προσαρμογής (μπορείς να αλλάξεις κάτι πολύ γρήγορα χωρίς να περιμένεις μέχρι να αναβαθμίσει το λογισμικό του ο παραγωγός του έτοιμου προϊόντος)
Customization (το λογισμικό κατασκευάζεται έτσι ώστε να καλύπτει απόλυτα τις δικές σου ανάγκες)
Για να δούμε τα μειονεκτήματα αυτών των δύο προσεγγίσεων δεν έχουμε παρά να αντιστρέψουμε τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Αναφέρουμε λοιπόν επιγραμματικά ότι τα προβλήματα του έτοιμου λογισμικού βρίσκονται στη μη διαφοροποίηση από τον ανταγωνισμό (όλοι οι άλλοι έχουν τα ίδια εργαλεία με σένα), στο ότι αλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο όταν το επιλέξει ο παραγωγός του λογισμικού και όχι όποτε το χρειαζόμαστε εμείς και τέλος στο ότι η εφαρμογή έχει δημιουργηθεί για να καλύπτει τις ανάγκες πολλών διαφορετικών χρηστών άρα δεν θα προσαρμοστεί εύκολα στις ανάγκες σου και μάλλον εσύ (ο πελάτης) πρέπει να προσαρμοστείς στις δικές της απαιτήσεις.
Στα μειονεκτήματα της ανάπτυξης λογισμικού συγκαταλέγονται το συνήθως υψηλότερο κόστος κατασκευής (οι δαπάνες ανάπτυξης δεν κατανέμονται σε πολλούς πελάτες), οι περιορισμένες εγγυήσεις καλής λειτουργίας (μόνο όταν εγκατασταθεί και λειτουργήσει η εφαρμογή θα γίνουν γνωστά τα προτερήματα και τα ελαττώματά της), η κακή υποστήριξη (υπάρχουν ελάχιστες σοβαρές εταιρείες στην αγορά) και οι περιορισμένες δυνατότητες (το λογισμικό μπορεί να επιτελέσει μόνο ό,τι ζητήθηκε από τον πελάτη με τις αρχικές προδιαγραφές του).
Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι καμία από τις δύο προσεγγίσεις δεν παρέχει τόσο ισχυρά πλεονεκτήματα ώστε να αγνοήσουμε την άλλη. Το έτοιμο λογισμικό είναι προτιμότερο για όσους θέλουν μια φθηνή λύση και δεν έχουν μεγάλη εμπειρία του χώρου, ενώ η ανάπτυξη εφαρμογών αποτελεί την ενδεδειγμένη πολιτική για όσους θέλουν να διαφοροποιηθούν από τον ανταγωνισμό.
Μπορεί να αποδώσει όμως μόνο υπό την προϋπόθεση ότι γνωρίζουν σε βάθος το αντικείμενο με το οποίο θα ασχοληθούν και γι' αυτό μπορούν να προβλέψουν τις μελλοντικές τους ανάγκες και να συντάξουν πλήρεις και αναλυτικές προδιαγραφές κατασκευής, διδάσκοντας εκείνοι την αγορά τι είναι αυτό που χρειάζεται.
Πρόβλημα 2: Επιλογή hardware, λειτουργικού συστήματος και άλλου λογισμικού
Τα σημαντικότερα κριτήρια επιλογής της τεχνολογίας πάνω στην οποία θα υλοποιηθεί η εφαρμογή είναι τα ακόλουθα:
Απαιτήσεις λογισμικού. Εκτός αν υπάρχουν πολύ ειδικοί λόγοι (π.χ. στρατηγική συμφωνία) είναι προτιμότερο να επιλέγεται η αρχιτεκτονική που προτείνει ο κατασκευαστής του λογισμικού, όχι μόνο διότι εκείνος γνωρίζει καλύτερα, αλλά και επειδή με τον τρόπο αυτό είναι ευκολότερος ο καταλογισμός των ευθυνών, αν το τελικό αποτέλεσμα είναι κατώτερο όσων εκείνος είχε υποσχεθεί αρχικά.
Επεκτασιμότητα. Συνήθως, για λόγους εξοικονόμησης πόρων, κάθε υπηρεσία Internet αρχίζει τη λειτουργία της με μια φθηνή πλατφόρμα υλοποίησης με πρόβλεψη αναβάθμισής της, αν αυτή αποδειχθεί δημοφιλής. Δυστυχώς όμως, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου οι αρχικές επιλογές δεσμεύουν την υπηρεσία και περιορίζουν τις δυνατότητες επέκτασής της. Γι' αυτό και κάθε αξιολόγηση πλατφόρμας εγκατάστασης υπηρεσιών Internet θα πρέπει να λαμβάνει υπ' όψιν της όχι μόνο τις τρέχουσες δυνατότητες της προτεινόμενης αρχιτεκτονικής, αλλά και την ικανότητά της να προσαρμοστεί στις μελλοντικές απαιτήσεις μας.
Πραγματικό κόστος. Το πρόβλημα αυτό εμφανίζεται συνήθως στον τομέα του λογισμικού όπου πολλές εταιρείες προσφέρουν χαμηλές τιμές πρώτης αγοράς, αλλά απαιτούν εξοντωτικά license fees για επεκτάσεις τους σε περισσότερα μηχανήματα ή σε μεγαλύτερο αριθμό χρηστών. Η κατάσταση γίνεται ακόμη δυσκολότερη, καθώς κάθε εταιρεία έχει την τάση να χρησιμοποιεί ιδιόμορφους τρόπους τιμολόγησης με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται πάρα πολύ η σύγκριση μεταξύ διαφορετικών προϊόντων.
4 Δημοτικότητα στην Ελλάδα. Δυστυχώς, στη χώρα μας υπάρχουν πολύ λίγα στοιχεία για τη δημοτικότητα προϊόντων λογισμικού ή για τις πλατφόρμες πάνω στις οποίες αναπτύσσονται οι περισσότερες δικτυακές εφαρμογές. Η επιλογή μιας πλατφόρμας με χαμηλή δημοτικότητα κινδυνεύει να οδηγήσει την επιχείρηση σε αδιέξοδο (ή τουλάχιστον σε αυξημένο κόστος λειτουργίας), καθώς δεν θα βρίσκει εύκολα προσωπικό για τη συντήρηση και επέκτασή της. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι πολλά δημοφιλή προϊόντα λογισμικού του εξωτερικού είναι άγνωστα στη χώρα μας και αντιστρόφως. Έτσι, η μελέτη της διεθνούς κατάστασης δεν αποτελεί απαραίτητα καλό σύμβουλο για τη λήψη αποφάσεων που αφορούν τον ελλαδικό χώρο.
Ειδικευμένο προσωπικό. Εννοείται ότι αν η εταιρεία διαθέτει ήδη τεχνογνωσία σε μια πλατφόρμα είναι προτιμότερο να επενδύσει εκεί όπου υπερέχει ήδη παρά να υποχρεωθεί σε επανεκπαίδευση του προσωπικού της ή σε πρόσληψη νέου.
Ομοιομορφία. Αν υπάρχουν ήδη εφαρμογές που λειτουργούν πάνω σε μια συγκεκριμένη πλατφόρμα, είναι προτιμότερο και οι νέες εφαρμογές να αναπτυχθούν πάνω στο ίδιο περιβάλλον.
Ανοιχτή πλατφόρμα υλοποίησης. Τόσο στο hardware όσο και στο software υπάρχουν κάποια προϊόντα και εφαρμογές που "δένουν" τον πελάτη με τον αρχικό προμηθευτή του (οπότε δημιουργούνται μονοπωλιακές καταστάσεις εξάρτησης), ενώ άλλα του παρέχουν μεγαλύτερη ελευθερία (π.χ. τη δυνατότητα να προμηθευτεί εξοπλισμό ή να αναπτύξει επιπρόσθετες εφαρμογές από μόνος του ή σε συνεργασία με τρίτες εταιρείες). Φυσικά είναι καλύτερο να επιλέγονται τα δεύτερα.
Κανένα από τα παραπάνω κριτήρια δεν είναι απόλυτο. Πολλές φορές εξωγενείς παράγοντες (π.χ. κόστος, διαθεσιμότητα, χρόνος παράδοσης, ειδικές εμπορικές συμφωνίες κ.λπ.) μπορεί να επηρεάσουν τις αποφάσεις μας, ενώ είναι βέβαιο ότι καμία από τις υποψήφιες λύσεις δεν θα διαθέτει όλα τα πλεονεκτήματα που αναφέρθηκαν εδώ. Έτσι, η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να κρίνει με βάση τις δικές της ανάγκες και ιδιαιτερότητες ποια στοιχεία έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα για την ίδια και να επιλέξει ανάλογα.
Γιώργος Επιτήδειος
Επιστροφή στο Αρχείο ’ρθρων Παλαιών Τευχών Επιστροφή στις Επιχειρηματικές Σελίδες © 2005 Γιώργος Επιτήδειος Υποδείξεις, Ερωτήσεις, Σχόλια στην διεύθυνση gepiti@gepiti.com | |