Στο παρακάτω παράδειγμα θα δούμε έναν απλό τρόπο για να τοποθετούμε δεδομένα μέσα σε ένα αρχείο.
#!/usr/bin/perl -w
use strict;
Τα γνωστά
my $file = 'test.txt'; # Το αρχείο στο οποίο θα αποθηκευτούν τα δεδομένα
open (APPENDFILE, ">>$file") || die "can't open file: $!";
Ανοίγουμε κατά τα γνωστά το αρχείο. Το >> σημαίνει ότι ανοίγει για προσθήκη. Ό,τι καινούριο δημιουργηθεί θα προστεθεί στο ήδη υπάρχον περιεχόμενο του αρχείου. Αν δηλώναμε >$file τότε το νέο περιεχόμενο θα αντικαθιστούσε (overwrite) το παλιό.
my $input = 6;
Δηλώνουμε (declare) τη μεταβλητή $input όπως απαιτεί το w. Κανονικά εδώ δεν χρειάζεται να τις δώσουμε τιμή. Το γιατί γίνεται αυτό θα φανεί αμέσως παρακάτω.
while ($input ne '5')
Εδώ λέμε στην Perl ότι όσο η $input δεν είναι ίση με 5 πρέπει να κάνει κάποια πράγματα (το περιεχόμενο των {}). Επειδή η Perl ελέγχει την τιμή της $input κάθε φορά που τρέχει το περιεχόμενο της while, την πρώτη φορά τη συγκρίνει με την αρχική declared τιμή (το 6). Αν δεν είχαμε δηλώσει τιμή εκεί το πρόγραμμα πάλι θα έτρεχε, αλλά θα μας διαμαρτυρόταν πρώτα για την απουσία τιμής για να κάνει τη σύγκριση.
{
print "Γράψε κάτι: ";
$input = <STDIN>;
chomp ($input);
Στην οθόνη εμφανίζεται το Γράψε κάτι και ο χρήστης πληκτρολογεί ό,τι επιθυμεί. Αν πληκτρολογήσει 5 το πρόγραμμα θα σταματήσει.
print APPENDFILE "$input\n";
}
Το περιεχόμενο της $input (αυτό που πληκτρολόγησε ο χρήστης) «τυπώνεται» στο filehandle APPENDFILE δηλαδή στο αρχείο test.txt